Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά συνάφεια για το ερώτημα Κίνα. Ταξινόμηση κατά ημερομηνία Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά συνάφεια για το ερώτημα Κίνα. Ταξινόμηση κατά ημερομηνία Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Το νομισματικό πόλεμο τον ξεκίνησε η ΕΚΤ, η Κίνα απλά ανταπαντά



 Ο Vladimiro Giacché σχολιάζει τα τελευταία γεγονότα στην Κίνα: "Η Κίνα προχώρησε σε υποτίμηση του νομίσματός της  κατά 1,9%  και πολλοί φωνάζουν για  νομισματικό πόλεμο. Είναι οι ίδιοι, που έβλεπαν σαν δώρο  την ανατίμηση  του ανατολικογερμανικού μάρκου κατά 350%  ". Τώρα,θα μου πείτε: "Πως είναι δυνατό να συνδέονται γεγονότα  που έγιναν στην Ευρώπη πριν από 25 χρόνια με όσα συμβαίνουν  σήμερα στην Κίνα". Θα σας απαντήσω παραθέτοντας κάποια  στοιχεία και μια παροιμία (όχι κινέζικη, διότι από την Κίνα εισάγουμε ήδη αρκετά).

Το 2013 το πλεόνασμα του ισοζυγίου πληρωμών της ευρωζώνης ξεπέρασε αυτό της Κίνας: 251 και 182 δισεκατομμύρια δολάρια αντίστοιχα. Αυτό οφείλεται προφανώς στην μόνη οικονομία που σήμερα ορθοποδεί, τη γερμανική. Η Γερμανία είχε ξεπεράσει την Κίνα το 2011: 228 δισεκατομμύρια το εξωτερικό πλεόνασμά της  έναντι  136. Η Κίνα και η Γερμανία είναι οι δύο μεγαλύτερες  εξαγωγικές δυνάμεις  στον κόσμο, αυτή όμως τη θέση  τους τη διαχειρίστηκαν με εντελώς διαφορετικό τρόπο .

Η Κίνα ανατίμησε το γουάν έναντι του δολαρίου, συνολικά κατά 25% από τον Ιούνιο του 2005 έως τον Ιούνιο του 2015. Αυτό έκανε  τα κινεζικά προϊόντα πιο ακριβά στις διεθνείς αγορές, βασικά επειδή οι τιμές  στην Κίνα  αυξήθηκαν πιο γλήγορα.
 Οπότε στην  Κίνα η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία, δηλαδή προσαρμοσμένη στον πληθωρισμό, αυξήθηκε 45%  μέσα σε δέκα χρόνια. 
Οι εφημερίδες διηγιόντουσαν το γνωστό παραμύθι περί  ανέντιμου κινέζου που  παραποιεί την ισοτιμία για να ντοπάρει το εξωτερικό πλεόνασμα, στην πραγματικότητα όμως συνέβαινε το αντίθετο: το εμπορικό ισοζύγιο της Κίνας, από 6% του ΑΕΠ το 2005, έπεσε σ’ ένα πολύ μέτριο  2% το 2014.  

Η Γερμανία συμπεριφέρθηκε  με εντελώς  διαφορετικό τρόπο: μείωσε την  πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία της  και αύξησε το εξωτερικό της πλεόνασμα. Αλλά αν η Γερμανία συμπεριφέρθηκε με αυτό τον τρόπο, στοχεύοντας σε μια επέκταση  άνευ ορίων του εξωτερικού της πλεονάσματός  , γιατί, η Κίνα  άφησε  να ανατιμηθεί  το νόμισμά της και μείωσε  το πλεόνασμα της; Για να μας κάνει κάποια χάρη ;
 Όχι βέβαια, το έκανε  για να κάνει μια χάρη σ’ αυτή την ίδια. 
Μια  ανάπτυξη  που στηρίζεται  κυρίως στις εξαγωγές είναι εύθραυστη, για δύο βασικούς λόγους.

Ο πρώτος  λόγος είναι αυτός  που έχει γονατίσει την ευρωζώνη : οι εξαγωγές μιας χώρας  είναι οι εισαγωγές  μιας άλλης , και όσοι  θέλουν να επιβιώσουν  εισάγοντας από άλλους θα πρέπει αυτές τις εισαγωγές να τις χρηματοδοτήσουν.

 Όσο τα πράγματα πήγαιναν καλά, οι γερμανικές τράπεζες δεν αναρωτιόντουσαν  αν τα χρήματα που δάνειζαν  στην Ελλάδα για να αγοράσουν τα γερμανικά προϊόντα θα τους τα επέστρεφαν. Με το που ξέσπασε η  χρηματοπιστωτική κρίση, όμως,  ο μηχανισμός μπλοκάρισε. Από αυτή την άποψη η Κίνα διατρέχει μικρότερο κίνδυνο: κύριος οφειλέτης της είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, μέχρι τώρα πιο σταθερές από την Ελλάδα. 
Αλλά η ανάπτυξη με τα λεφτά  των άλλων, είναι σε κάθε περίπτωση μια  πολύ άσχημη ιδέα.  

Ο εξαγωγέας, για το λόγο  ότι  εξάγει  τα εμπορεύματά του σε άλλους , ταυτόχρονα εισάγει και τα  προβλήματά τους. Όποιος  στηρίζεται στην οικονομική  δυνατότητα των πολιτών άλλων χωρών να δαπανούν, παθαίνουν μεγάλη ζημιά όταν για τον άλφα ή βήτα λόγο η δυνατότητα αυτή πάψει να υπάρχει..
Οι Κινέζοι  αυτό το αντιλαμβάνονται, και γι 'αυτό, αντιδρώντας με σύνεση, εδώ και περίπου 10 χρόνια ακριβαίνουν  το νόμισμά τους  και ρίχνουν το εμπορικό τους ισοζύγιο , σε μια προσπάθεια να αποφύγουν  τις διακυμάνσεις της παγκόσμιας οικονομίας. 

Οι Γερμανοί όμως, κάνουν το ακριβώς αντίθετο: τυφλωμένοι από την επιθυμία τους για  κυριαρχία, αφού ξεπέρασαν  την Κίνα προχώρησαν σε υποτίμηση 5%  σε πραγματικούς όρους , και εκτόξευσαν  το πλεόνασμά τους  πάνω από το ανώτατο προβλεπόμενο όριο των κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (6%). 
Αυτό  έχει ήδη αποφέρει καρπούς: 
Τον Ιούνιο ο δείκτης της γερμανικής βιομηχανικής παραγωγής μειώθηκε κατά 1,4% σε σύγκριση με το Μάιο. Οι αναλυτές υποστηρίζουν ότι αυτό οφείλεται στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι αναπτυσσόμενες  χώρες, οι χώρες στις καταναλωτικές δυνατότητες των οποίων  η Γερμανία έχει αποφασίσει να επιβιώσει, αφού πρώτα  μας τσάκισε επιβάλλοντας τη λιτότητα. 
Ωστόσο, η Γερμανία έχει καθορίσει και  τις δυσκολίες των νέων πελατών της, των αναπτυσσόμενων χωρών . Το κινεζικό νόμισμα ήταν συνδεδεμένο μέχρι πριν από τρεις ημέρες με το δολάριο: η υποτίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου κατά 20% περίπου, που έγινε αυτή τη χρονιά, ήταν επομένως και μια ανατίμηση του γουάν έναντι του ευρώ.

Και εδώ έρχεται η σειρά της γνωστής παροιμίας: «Ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, μήτε τη γνώμην άλλαξε μήτε την κεφαλήν του!» : είτε πρόκειται για την ανατίμησε κατά 350% του ανατολικογερμανικού μάρκου  που επιβλήθηκε στην Ανατολική Γερμανία, είτε  πρόκειται για την ανατίμηση του γουάν κατά  περίπου 20% που επιβλήθηκε στην Κίνα, η Γερμανία αδυνατεί να συλλάβει ένα μοντέλο ανάπτυξης που να μην περνάει μέσα από τη χειραγώγηση του νομίσματός της, σε βάρος των άλλων.

 Όποιος  λοιπόν μιλάει  για νομισματικό πόλεμο θα  πρέπει να θυμάται ότι αυτός που τον κήρυξε  ήταν η Γερμανία, όταν, από τη θέση της παγκόσμιας δύναμης στον τομέα των εξαγωγών, ζήτησε από  τον Ντράγκι να υποτιμήσει το ευρώ, με τη λογική ότι έπρεπε να δοθεί κάποια ανάσα στις ασθενέστερες οικονομίες της ευρωζώνης και να σώσει το ευρώ. 
Η απότομη υποτίμηση του ευρώ (δηλαδή η ανατίμηση του γουάν), ωστόσο, έβαλε σε δύσκολη θέση την Κίνα, και στη συνέχεια  τη Γερμανία, η οποία, για άλλη μια φορά, πριονίζει το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεται, επειδή οι Κινέζοι, σε αντίθεση με τα ξαδέλφια της Ανατολικής Γερμανίας, αν δεχθούν επίθεση αντιδρούν.

Η αντίδραση δεν θα μπορούσε να είναι παρά μόνο η υποτίμηση του γουάν, που δημιουργεί προβλήματα στις επιχειρήσεις μας που εξάγουν στην Κίνα. Όποιος νόμιζε ότι η κατάρρευση της ιταλικής οικονομίας δεν τον αφορά, αφού  έτσι κι αλλιώς ο ίδιος πουλούσε στην Κίνα , δεν υπολόγισε καλά τα πράγματα. Σε μια παγκόσμια οικονομία αλληλεξαρτώμενη όπως η σημερινή , οι λανθασμένες επιλογές των κυβερνώντων μας ακολουθούν  παντού. 

Πώς η Κίνα έγινε τεχνολογική υπερδύναμη



Η πλατφόρμα ανταλλαγής μηνυμάτων WeChat είναι ένα από τα βασικά σύμβολα της σταδιακής ανατροπής του συσχετισμού δυνάμεων, στον τεχνολογικό, και συνεπώς πολιτικό, τομέα μεταξύ Κίνας και Δύσης. Η WeChat γεννήθηκε στο Shenzhen της Κίνας, στα εργαστήρια του ψηφιακού γίγαντα Tencent. Στην Ευρώπη έκανε μια φευγαλέα εμφάνιση το 2013,όταν κυκλοφόρησε μια διαφήμιση στην οποία ο Lionel Messi,ο άσσος της Μπαρτσελόνα, ηχογράφησε και έστειλε ένα φωνητικό μήνυμα.

Τότε,  τα φωνητικά μηνύματα δεν είχαν ακόμα εισαχθεί σε καμία σχεδόν από τις πιο δημοφιλείς εφαρμογές στα μέρη μας, και αυτό το διαφημιστικό σποτ φάνηκε σαν πολυτέλεια που έμελλε να αποτύχει, μια ακόμα προσπάθεια κινεζικής εταιρείας να εισχωρήσει στην ευρωπαϊκή αγορά - όπου Whatsapp, iMessage, και Messenger είχαν ήδη καλύψει την αγορά - με ένα αντίγραφο δυτικού προϊόντος.

Ο Simone Pieranni, δημοσιογράφος της ιταλικής εφημερίδας Μανιφέστο, έζησε στην Κίνα από το 2006 έως το 2014,  επέστρεψε εκεί αρκετές φορές και σήμερα δημοσιεύει το  βιβλίο του Red Mirror. Από τον όλο και πιο κυρίαρχο ρόλο στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης έως τον ηγετικό ρόλο της Κίνας στον τομέα smart city (έξυπνη πόλη), από την ικανότητα να επηρεάζει την ψηφιακή βιομηχανία στον υπόλοιπο κόσμο μέχρι τις δυστοπικές προοπτικές όσον αφορά την επιτήρηση, τις μαύρες λίστες και τα κοινωνικά συστήματα πιστωτικών μονάδων Το Red Mirror είναι ένα δοκίμιο που διερευνά την πρόοδο της ψηφιακής τεχνολογίας στην Κίνα και την πολιτική, τεχνολογική και οικονομική πρόκληση της Κίνας προς τον υπόλοιπο κόσμο.

Το βιβλίο αρχίζει με το WeChat , και μια ιστορία που συνοψίζει το σημείο που βρίσκεται σήμερα η εφαρμογή αυτή, για τους 1,2 δισεκατομμύρια χρήστες της (όχι μόνο αλλά κυρίως Κινέζους): 

WhatsApp, ApplePay, Google Maps, TripAdvisor , Groupon, email, MyTaxy, Uber, Google News. Και όλα αυτά σε ένα μέρος. Ένα ολοκληρωμένο σύστημα, το οποίο συγκεντρώνει σε ένα ενιαίο περιβάλλον αυτό που οι δυτικοί χρήστες βρίσκουμε διάσπαρτα σε δεκάδες διαφορετικές εφαρμογές - επιτρέποντας μια ενσωμάτωση άγνωστη σε εμάς - που επέτρεψε στην Κίνα να κάνει ένα τεράστιο άλμα προς την ψηφιοποίηση κάθε δραστηριότητας. Το WeChat, υπό μια συγκεκριμένη έννοια, για τους Κινέζους είναι το ίδιο το Διαδίκτυο, αλλά πιο ολοκληρωμένο, πιο λειτουργικό, πιο αποτελεσματικό, πιο προηγμένο. Όπως θα έλεγαν ορισμένοι: πιο έξυπνο.


Οι μέρες που η Κίνα ήταν κακός αντιγραφέας των καινοτομιών που έβγαιναν από τα ερευνητικά εργαστήρια της Silicon Valley έχουν περάσει, και σήμερα ο Mark Zuckerberg μελετά το μοντέλο WeChat. «Ωστόσο, αυτή είναι μια διαδικασία που βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη», μου λέει ο Pieranni. «Προς το παρόν, το μόνο κινεζικό λογισμικό – εξαιρουμένων των smartphone της Huawei και άλλων - που πραγματικά πηγαίνει πολύ καλά στη Δύση είναι το TikTok (ιδιοκτησίας Bytedance, σημείωση του συντάκτη). Αλλά σήμερα όλο και περισσότεροι ξένοι πηγαίνουν στην Κίνα για να εργαστούν, και για το λόγο ότι οι αμοιβές, για παράδειγμα στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης, ορισμένες  φορές είναι ακόμη καλύτερες από ό, τι στη Δύση.

Με τον ερχομό περισσότερων εγκεφάλων από το εξωτερικό, έχουμε και περισσότερη καινοτομία. Η πρόσφατη ιστορία του πρώην ανώτατου διευθυντή της Disney, Kevin Mayer, που έγινε Διευθύνων Σύμβουλος της TikTok τον Μάιο του 2020, είναι ένα άλλο παράδειγμα για το πώς αλλάζουν οι δυναμικές και ποια είναι η κινεζική στρατηγική εισόδου στην αγορά μας».

Εν τω μεταξύ οι προσπάθειες του Facebook και της Google να εισχωρήσουν (ή να επιστρέψουν) στην κινεζική αγορά όχι μόνο συνεχίζουν να μη καρποφορούν (αν και οι δύο Αμερικανοί γίγαντες είναι πρόθυμοι να κάνουν οποιοδήποτε συμβιβασμό προκειμένου να το πετύχουν), αλλά μοιάζουν το λιγότερο αναχρονιστικές. Για ποιο λόγο η Κίνα να αποδεχτεί έναν άβολο εισβολέα όπως η Google όταν μπορεί να χρησιμοποιήσει τη μηχανή αναζήτησης Baidu (η τεχνητή νοημοσύνη της οποίας αναπτύχθηκε από έναν πρωτοπόρο της µηχανικής µάθησης (machine learning) όπως ο Άντριου Εντζί Andrew Ng); Γιατί να ανοίξει τα σύνορά της στο Facebook και το Messenger, όταν ήδη οι Κινέζοι χρησιμοποιούν το Weibo (η κινέζικη εκδοχή του Twitter),το Tencent QQ (Πρόγραμμα ανταλλαγής αμέσων μηνυμάτων ) και άλλα ;

Η Google και το Facebook ήθελαν πολύ να εισχωρήσουν στην Κίνα, επειδή είχαν προ πολλού καταλάβει ότι εκεί θα μπορούσαν να συλλέξουν τεράστιες ποσότητες δεδομένων. Σήμερα αυτό μάλλον δεν ισχύει: είτε επειδή, με τον νέο νόμο, τα δεδομένα που συλλέγονται στην Κίνα θα πρέπει να παραμείνουν σε κινέζικους διακομιστές, είτε επειδή το Facebook έχει καλές σχέσεις με την Κίνα, μήπως  καταφέρει να συμμετάσχει ως μέτοχος στο μετοχικό κεφάλαιο κάποιας κινεζικής εταιρείας.

Οι Κινέζοι γίγαντες (Baidu, Alibaba, Tencent) δείχνουν ότι μπορούν να φτάσουν τους  Αμερικανούς γίγαντες (Google, Amazon, Facebook, Apple) και ότι μπορούν να τα καταφέρουν χωρίς τη βοήθεια αρκετών από αυτούς. Αλλά η επιτυχία του TikTok (εφαρμογή για iOS και Android, η οποία επιτρέπει την δημιουργία και κοινοποίηση μικρών βίντεο) – ίσως, περισσότερο και από την ψηφιακή επανάσταση που έφερε το WeChat, η οποία είναι προς το παρόν μάλλον περιορισμένη - είναι το πιο ισχυρό σημάδι της εν εξελίξει αντιστροφής της κατάστασης. Πώς θα είχαμε αντιδράσει, πριν από λίγα χρόνια, αν μας έλεγαν ότι το πιο δημοφιλές κοινωνικό δίκτυο σήμερα, το οποίο για άλλη μια φορά φέρνει επανάσταση στην ψηφιακή γλώσσα, θα ήταν ένα κινεζικό προϊόν;

Όλα αυτά όμως ούτε ξαφνικά έγιναν ούτε ήταν τυχαία αλλά ήταν το αποτέλεσμα μιας στρατηγικής που εγκαινιάστηκε πριν μια δεκαετία, τουλάχιστον: «Η διαδικασία είχε ήδη ξεκινήσει εδώ και πολύ, αλλά το πραγματικό σημείο καμπής ήταν το 2008 με την οικονομική κρίση στη Δύση και τη μείωση των παραγγελιών στην Κίνα που την υποχρέωσαν να στραφεί στην καινοτομία.

Η Κίνα ήταν υποχρεωμένη όχι μόνο να συνεχίσει να αναπτύσσει μια εσωτερική αγορά, αλλά και να απεμπλακεί τουλάχιστον εν μέρει από μια μεταποιητική παραγωγή στο χαμηλότερο επίπεδο κερδών παγκοσμίως. Από το 2008, άρχισαν λοιπόν να χρηματοδοτούν πολλές startup  επιχειρήσεις και να δημιουργούν πολλές μικρές Silicon Valley, συμπεριλαμβανομένης της Innoway στο Πεκίνο.

Πιστή στο ρητό του Ντενγκ Σιαόπινγκ ότι η Κίνα θα άλλαζε τον κόσμο όταν οι Κινέζοι του εξωτερικού επέστρεφαν στη χώρα τους, η κυβέρνηση έβαλε σαν στόχο την επιστροφή επιστημόνων και ερευνητών εκπαιδευμένων στη Δύση, οι οποίοι στη χώρα τους βρήκαν ένα τεράστιο  πεδίο εξερεύνησης.


Το μεγάλο ψηφιακό άλμα

Στην οικονομία, υπάρχει η έννοια του τεχνολογικού άλματος (leapfrogging ), όταν θέλουμε να περιγράψουμε το άλμα προς τα εμπρός που μπορούν να κάνουν ορισμένες αναδυόμενες οικονομίες. Οι οικονομίες αυτές, αναγκασμένες, αρχικά, να χρησιμοποιούν περισσότερο βιώσιμες και πιο αποδοτικές τεχνολογίες, υπερπηδούν ενδιάμεσα στάδια βιομηχανικής ανάπτυξης ακολουθούμενες από άλλες χώρες, ξεπερνώντας τες από πλευράς καινοτομίας. Για παράδειγμα, οι πληρωμές μέσω smartphone στην Κίνα διαδόθηκαν πιο γρήγορα από ό, τι στη Δύση, επειδή οι πιστωτικές κάρτες ήταν ελάχιστα διαδεδομένες. Μια ιδιαιτερότητα που έφερε τη Λαϊκή Δημοκρατία στη θέση να κάνει ένα «άλμα», υπερπηδώντας μία φάση και να προσγειωθεί μπροστά από άλλες. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό.

Θα πρέπει να υπολογίσουμε και τον τρόπο που λειτουργεί το σύστημα στην Κίνα, με ένα Κομουνιστικό Κόμμα που μπορεί να εμπλέκει ένα ολόκληρο έθνος σε συγκεκριμένα έργα. Για παράδειγμα, ήταν αρκετές μερικές ομιλίες του  Xi Jinping για την τεχνητή νοημοσύνη για να ξεκινήσουν σε χρόνο μηδέν χιλιάδες κύκλοι πανεπιστημιακών σπουδών  στη μηχανική μάθησης (deep learning ). Σήμερα η τεχνητή νοημοσύνη διδάσκεται από το δημοτικό σχολείο.

Η κινεζική ικανότητα κινητοποίησης είναι κάτι που δεν μπορεί να αγνοηθεί: όταν ο πρόεδρος προφέρει τις λέξεις «τεχνητή νοημοσύνη» όλοι βάζουν τα δυνατά τους και έτσι δημιουργείται ένας σκληρός ανταγωνισμός, όπου ο νόμος της ζούγκλας ανταμείβει όσους καταφέρνουν να επιζήσουν μετά τη σύγκρουσή τους με μια τρελή και ταχύτατα εξελισσόμενη αγορά.

Χρηματοδότηση, ενθουσιασμός και ικανότητα κινητοποίησης ενός δισεκατομμυρίου και πλέον ανθρώπων: αν λάβουμε υπόψη αυτά τα χαρακτηριστικά, θα αρχίσουμε να κατανοούμε τα στρατηγικά πλεονεκτήματα της Κίνας. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Υπάρχει και κάτι άλλο που έχει να κάνει με την πολιτική ιδιαιτερότητα της χώρας. Σίγουρα δεν πάνε όλα καλά, αλλά υπάρχουν λιγότερα εμπόδια αναφορικά με την εισβολή της τεχνολογίας στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Όταν η Κίνα άρχισε να εφαρμόζει το πρόγραμμα αναγνώρισης προσώπου, κανένας δεν δυσανασχέτησε, αλλά  υπήρξε ενθουσιασμός για μια καινοτομία που έδειχνε την τεχνολογική πρόοδο στην Κίνα.

Αυτό έχει να κάνει και με ορισμένες κινεζικές φιλοσοφικές αντιλήψεις, οι οποίες δεν επιτρέπουν να σχηματιστούν  ηθικοί φραγμοί ενάντια στον αντίκτυπο της τεχνολογίας στην καθημερινή ζωή. Αυτό σημαίνει ότι η Κίνα μπορεί να προχωρήσει με μεγαλύτερα άλματα από τα δικά μας .

Μια άλλη κρίσιμη πτυχή, στον τομέα πάντα της τεχνητής νοημοσύνης, είναι των δεδομένων με τα οποία τροφοδοτούνται οι αλγόριθμοι της μηχανικής μάθησης και για τα οποία όλοι οι τεχνολογικοί γίγαντες αισθάνονται μια ακόρεστη πείνα. Και από αυτήν την άποψη η Κίνα έχει ένα κρίσιμο στρατηγικό πλεονέκτημα, αφού η νομοθεσία της είναι πολύ πιο χαλαρή όσον αφορά την προστασία της ιδιωτικής ζωής και επιτρέπει τη συλλογή δεδομένων κάθε είδους για χρήση στην εκπαίδευση στον τομέα τεχνητής νοημοσύνης. 
Και, από την άποψη του πολιτικού ελέγχου, μια μέρα θα οδηγήσουν στο "κοινωνικό σύστημα πιστωτικών μονάδων" [ * ] το οποίο – με βάσει την ανάλυση μεγάλων δεδομένων - θα ανταμείβει τους πολίτες που διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα και θα τιμωρεί τους άλλους.


Χώρα πανοπτικόν

Αλλά οι Κινέζοι αντιμετωπίζουν πραγματικά  με τόση αδιαφορία την πλήρη απουσία ιδιωτικής ζωής στην οποία υποβάλλονται, τόσο που να αποδέχονται, στις πιο πολυσύχναστες διασταυρώσεις δρόμων, οι γιγαντοοθόνες να δείχνουν τα πρόσωπα και τα ονόματα των παραβατών; Θα πρέπει να ξεκινήσουμε από κάτι πολύ βασικό: στην Κίνα ιδιωτική ζωή δεν υπήρξε πρακτικά ποτέ. Υπήρχε πάντα ένας πολύ έντονος φυσικός έλεγχος. Θα μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω στην αυτοκρατορική εποχή, αλλά ήδη το 1949, με τον Μαοϊσμό, οι πόλεις λειτουργούσαν με τρόπο που να επιτρέπεται ο απόλυτος κοινωνικός έλεγχος των πολιτών από τους πολίτες.

Αυτό συνεχίστηκε τη δεκαετία του '90 με τα οικιστικά σύνολα περιορισμένης πρόσβασης (Gated community ), κινέζικες οχυρωμένες ακροπόλεις που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από αυτές του Ballard. Και σ’ αυτά τα οικιστικά σύνολα, ο σχεδιασμός βασίζεται στην δυνατότητα του πολίτη να ελέγχει τους άλλους. Η έννοια της ιδιωτικής ζωής ποτέ δεν την πήραν σοβαρά υπόψη, επειδή εξακολουθεί να ισχύει ένα κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ κόμματος και πληθυσμού, ο οποίος αποδέχεται τον έλεγχο με αντάλλαγμα ασφαλείς πόλεις.

Κι όμως, ακριβώς σε αυτό το κοινωνικό συμβόλαιο κρύβονται οι πιο επικίνδυνες παγίδες αυτού του μοντέλου διακυβέρνησης. Για δύο λόγους. Έχουμε πει ότι οι Κινέζοι δέχονται μια ολόκληρη σειρά πραγμάτων, αλλά πρέπει να έχουμε κατά νου ότι στην κινεζική κουλτούρα και στο κινέζικο δίκαιο υπάρχει και η έννοια της «ανάκλησης της εντολής»: «όταν αυτοί που διαχειρίζονται την εξουσία εφαρμόζουν μακροχρόνιες πρακτικές ΄που δεν γίνονται αποδεκτές από τον πληθυσμός, τότε ο λαός έχει το δικαίωμα να ανατρέψει την εξουσία: η κινεζική σταθερότητα είναι πιο εύθραυστη από ό, τι μπορεί να πιστεύει κάποιος.

Επιπλέον, η γέννηση και η εξάπλωση μιας πραγματικής μεσαίας τάξης, όχι μόνο από οικονομική άποψη αλλά και σε επίπεδο κοινωνίας των πολιτών, δεν μπορεί παρά να δημιουργεί πρωτοφανείς προκλήσεις  στην κυβέρνηση. Με την πανδημία, η κατάσταση εκτράπηκε κάπως και η αποτελεσματικότητα του κοινωνικού ελέγχου φάνηκε στον τρόπο που αντιμετώπισαν τον κορονoϊό. Υπάρχει, ωστόσο, ένας προβληματισμός για την προστασία της ιδιωτικότητας, ακόμη και μετά την είσοδο του προγράμματος αναγνώρισης προσώπου σε όλα τα σχολεία, όλα τα γραφεία και ακόμη και τα σπίτια. Ο Eric Lee, το αφεντικό του Baidu, για παράδειγμα, είχε ξαναρχίσει εδώ και καιρό να βάζει προβλήματα ηθικής τάξης για την τεχνητή νοημοσύνη και τη συλλογή δεδομένων.

Προβλήματα που θα γίνονται ολοένα και πιο πιεστικά, δεδομένου ότι η Κίνα πρωτοπορεί στο σχεδιασμό των έξυπνων πόλεων του μέλλοντος. Η Terminus, μια εταιρεία του Πεκίνου που ασχολείται με την ψηφιακή και έξυπνη διαχείριση γειτονιών και πολεοδομικών συγκροτημάτων, έχει ήδη ολοκληρώσει πάνω από έξι χιλιάδες κατασκευαστικά έργα έξυπνων πόλεων: πόλεις πράσινες και βιώσιμες, που έγιναν έξυπνες με τη χρήση της τεχνολογίας, τη συλλογή δεδομένων, την ανάπτυξη αλγορίθμων που ρυθμίζουν την κυκλοφορία και κεντρικές μονάδες ελέγχου που αναλύουν τα πάντα. Και στις οποίες, προφανώς, η δυνατότητα εποπτείας του πληθυσμού αυξάνεται δραματικά.

Το συνολικό όραμα, το οποίο συνδέει τις έξυπνες πόλεις με το "κοινωνικό σύστημα πιστωτικών μονάδων" , δείχνει, ωστόσο, τον τρόπο πραγματοποίησης ενός κολοσσιαίου πειράματος κοινωνικής μηχανικής στην Κίνα. Είναι σαφές ότι η Κίνα δεν προτείνει μόνο νέα συστήματα πολεοδόμησης, αλλά και πραγματικά νέα μοντέλα ιθαγένειας. Στις έξυπνες πόλεις, θα μπορούν να ζήσουν μόνο οι πλούσιοι, αλλά από τους πλούσιους, μόνο όσοι έχουν καλύτερη βαθμολογία θα έχουν πρόσβαση σε αυτές. Μέσα από τις έξυπνες πόλεις δημιουργούνται νέα κοινωνικά μοντέλα. 
Με λίγα λόγια, χάρη στην απουσία ιδιωτικότητας, η Κίνα πλεονεκτεί στο σχεδιασμό τεχνολογικών μηχανισμών οι οποίοι στη συνέχεια χρησιμοποιούνται για μεγαλύτερη επιτήρηση, για παράδειγμα μέσω αστραφτερών έργων τα οποία στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μοντέλα ολοκληρωτικής επιτήρησης, "πράσινη'' και ψηφιακή.

Υπάρχει προφανώς ένας ελέφαντας στο δωμάτιο: από την άποψη του διεθνούς τεχνολογικού ανταγωνισμού, το γεγονός ότι η Κίνα είναι ένα αυταρχικό κράτος της δίνει ορισμένα πλεονεκτήματα στρατηγικού χαρακτήρα, αρχής γενομένης από τη συλλογή δεδομένων απαραίτητων στην ανάπτυξη αλγορίθμων τεχνητής νοημοσύνης. Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι η παγκοσμιοποίηση, όπως εννοείται σήμερα, τη διαχειρίζεται καλύτερα μια αυταρχική κυβέρνηση παρά μια δημοκρατική, τουλάχιστον όσον αφορά τον οικονομικό ανταγωνισμό. Επομένως, δεν είναι απαραίτητο να γίνονται τόσοι συμβιβασμοί με την κοινωνία των πολιτών ή με τον θεσμό του Κοινοβουλίου. Αν δείτε τι συμβαίνει στη Δύση στο ζήτημα της διακυβέρνησης, ακόμη και σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης που τις διαχειρίζονται με διατάγματα, είναι σαφές ότι η δυναμική αυτή έχει ξεκινήσει προ πολλού και εδώ, σ’ εμάς και αυτό φαίνεται και από τα πολλά αιτήματα για περισσότερες αρμοδιότητες του προέδρου της δημοκρατίας. Η Κίνα είναι αυτό που θα ήθελαν πολλές χώρες, αλλά, ευτυχώς για εμάς, αυτό δεν μπορεί να γίνει.


Μεταξύ ήρεμης δύναμης και ανθρώπινων μηχανών

Ωστόσο, ο αντίκτυπος της Κίνας στον υπόλοιπο κόσμο δεν περιορίζεται στην τεχνολογική καινοτομία. Όπως διδάσκουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, μια πραγματική υπερδύναμη που φιλοδοξεί να ηγεμονεύσει πρέπει να στρέψει το ενδιαφέρον της και στην βιομηχανία του πολιτισμού. Μερικά σημάδια αρχίζουν να φαίνονται και εδώ. Το σημαντικότερο blockbuster επιστημονικής φαντασίας τα τελευταία χρόνια είναι ίσως το The Wandering Earth, κινέζικης παραγωγής και με Κινέζους ηθοποιούς. 
Ο πιο διάσημος συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας στον κόσμο είναι ο Κινέζος Liu Cixin (η ταινία The Wandering Earth βασίστηκε στο ομότιτλο μυθιστόρημα του συγγραφέα ),μια άλλη διάσημη συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας είναι η Hao Jingfang, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε την επιτυχία πολλών κινεζικών βιντεοπαιχνιδιών.

Η κυριαρχία της ποπ κουλτούρας της Κίνας ξεκινά λοιπόν από την επιστημονική φαντασία; «Το θέλουν πολύ και σ’ αυτό βοηθά ένα μαζικό φαινόμενο όπως το Wangluo Wenxue, η διαδικτυακή βιβλιογραφία, με εκατομμύρια αναγνώστες αλλά και συγγραφείς, από τους οποίους αντλούν ιδέες για τηλεοπτικές σειρές και βιντεοπαιχνίδια», καταλήγει ο Pieranni. «Ωστόσο, η Κίνα πρέπει ακόμη να κάνει το ποιοτικό άλμα, διότι προς το παρόν – και λόγω της ενίσχυσης από τη πλευράς κυβέρνησης – το θέμα της επιστημονικής φαντασίας κινδυνεύει να καταλήξει σε φούσκα. Επιπλέον,οι Κινέζοι θα πρέπει να έχουν λιγότερη έπαρση αφού δεν είναι δυνατόν σε όλες τις ταινίες να είναι η Κίνα αυτή που σώζει τον κόσμο».

Στο βιβλίο του ο Pieranni αφηγείται και την ιστορία της Peng Simeng , μιας νεαρής συγγραφέως επιστημονικής φαντασίας που, χάρη σε έναν διαδικτυακό διαγωνισμό λογοτεχνίας, κατάφερε να εγκαταλείψει την καριέρα της ως διαχειριστής προϊόντων στην Tencent: μια ζωή αφιερωμένη αποκλειστικά στη δουλειά που την έκανε να αισθάνεται "σαν μια μηχανή" ικανή μόνο για εργασία ", φαϊ, πιοτό, ψώνια και πάλι ψώνια». 

Η ιστορία της  Peng Simeng δεν είναι ένα μεμονωμένο γεγονός, γράφει ο Pieranni: οι συγγραφείς της νέας κινεζικής επιστημονικής φαντασίας διαθέτουν πολλές φορές ένα επιστημονικό υπόβαθρο και έχουν δουλέψει πολύ στο νέο ψηφιακό δίκτυο, όπου έχουν βιώσει την ίδια καταπίεση με αυτή της Peng Simeng. «Οι ρυθμοί εργασίας είναι απάνθρωποι», βεβαιώνει ο Pieranni. «Μέχρι τώρα η κανονικότητα είναι να δουλεύεις εννέα ώρες την ημέρα, που με τις υπερωρίες μπορούν να γίνουν ακόμη και 14, επί έξι ημέρες την εβδομάδα».

Με τα μάτια των δυτικών, η πιο ανησυχητική πλευρά είναι ίσως το γεγονός ότι η τάση για υπερβολική εργασία φτάνει γρήγορα και εδώ: «Υπάρχει ένα είδος κινεζοποίησης της εργασίας στη Δύση: οι ρυθμοί εργασίας μοιάζουν όλο και περισσότερο. Στο βιβλίο μου  αναφέρω τα λόγια ορισμένων διευθυντών της Silicon Valley, οι οποίοι υπογραμμίζουν ότι ενώ Δύση συζητάμε τις ανισότητες στην Κίνα δουλεύουν σαν τρελοί και καρπώνονται τα αποτελέσματα της δουλειάς τους». Και σε αυτήν την περίπτωση, η τάση φαίνεται πως είναι η θέληση να μιμηθούμε το κινεζικό μοντέλο, κάνοντας προσπάθεια να μη δούμε τα κρίσιμα σημεία του.

Κλείνουμε τη συνομιλία μας αναφέροντας μια άλλη παραδειγματική και παράδοξη περίπτωση: αυτή που έχει να κάνει με τον έλεγχο του κράτους στην κυκλοφορία των πληροφοριών, η οποία στην Κίνα δεν περιορίζεται πλέον στη χρήση της λογοκρισίας του Μεγάλου Τείχους Προστασίας (που εμποδίζει κάθε ανεπιθύμητο περιεχόμενο από το εξωτερικό να φτάσει στους κινέζους χρήστες του Διαδικτύου), αλλά έχει εξελιχθεί πολύ και σήμερα βασίζεται στην τεχνητή νοημοσύνη, την κυβερνο-αστυνομία και στο λεγόμενο "στρατό των 50 σεντ", χρήστες που πληρώνονται 50 σεντ για κάθε σχόλιο υπέρ της κυβέρνησης που δημοσιεύουν στα κοινωνικά δίκτυα και αλλού, εκτρέποντας ή τουλάχιστον εξισορροπώντας, δημοσιεύματα που ασκούν κριτική στην κυβέρνηση.

«Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν μπορούμε καν να μιλάμε για λογοκρισία, αλλά μάλλον για αντίλογο σε διαδικτυακές συνομιλίες», εξηγεί ο Pieranni .

«Αυτό το είδαμε και πρόσφατα, όταν το Twitter διέγραψε χιλιάδες κινεζικούς λογαριασμούς ρομπότ και τρολ που προσπαθούσαν να καθοδηγήσουν τη συζήτηση και τις πληροφορίες για ορισμένα θέματα, συμπεριλαμβανομένων των διαδηλώσεων στο Χονγκ Κονγκ. Αυτές είναι κινεζικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται και εκτός Κίνας και αποτελούν επομένως ένα πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα για αυταρχικές ή ημιαυταρχικές δυτικές κυβερνήσεις.

Για παράδειγμα, η Τουρκία και η Ρωσία μαθαίνουν από την Κίνα». Με λίγα λόγια, "Τούρκοι μηχανικοί" των οποίων η δουλειά είναι να πραγματοποιούν απλές και γρήγορες πράξεις στο διαδίκτυο, και να καθοδηγούν τη συζήτηση υπέρ της κυβέρνησης του Πεκίνου. Ένα σύστημα τόσο βαθιά ριζωμένο που «είναι πλέον μια διέξοδος στην απασχόληση», λέει ο Pieranni. «Μιλάμε για εκατοντάδες χιλιάδες άτομα που απασχολούνται. Δεν είναι μόνο η κυβέρνηση, αλλά κάθε εταιρεία στην Κίνα έχει το δικό της γραφείο προπαγάνδας, το οποίο θα μπορούσαμε να το πούμε γραφείο λογοκρισίας. Είναι ένα από τα πολλά οικονομικά συστήματα που έχει δημιουργήσει η Κίνα το οποίο έχει καταστεί απαραίτητο».


[ * ] Δεν πληρώσατε ένα πρόστιμο εγκαίρως; Μείον 10 πόντοι. Αγοράζετε αλκοόλ κάθε μέρα; Μείον 50 πόντοι. Καθυστερείτε να πληρώσετε τους φόρους; Μείον 100 πόντοι. Έχετε έναν φίλο που κατέληξε στη φυλακή; Μείον 200 πόντοι. Συνεχίστε και μέσα σε λίγους μήνες ενδέχεται να μην μπορείτε πλέον να νοικιάσετε αυτοκίνητο, να πάρετε δάνειο, να βγάλετε αεροπορικό εισιτήριο και να βρείτε δουλειά.

https://www.esquire.com/it/news/politica/a13143128/punteggio-sociale-sorveglianza-globale/

http://www.chinatax.gov.cn/2013/n2925/n2957/c778860/content.html


[----->]

Joseph Halevi: Η ύφεση είναι παγκόσμια


Ο Joseph Halevi, καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο πανεπιστήμιο του Sydney της  Αυστραλίας, μιλά στην εφημερίδα il manifesto


Cinzia Gubbini: Η διαφορά επιτοκίων δανεισμού (σπρεντ), σήμερα, αυξήθηκε και  πάλι. Αλλά,δε μας έλεγαν ότι τα πράγματα θα φτιάξουν  μετά το πρόγραμμα  μεταρρυθμίσεων του Monti;

 Joseph Halevi: Ο Monti ελάχιστα ευθύνεται ως προς αυτό, ενώ, αντίθετα, ο Draghi πολύ. Τα σπρεντ μειώθηκαν όταν  ο Draghi  αποφάσισε να ανοίξει τις στρόφιγγες της ρευστότητας, τώρα όμως ακόμα και αυτό  το  παραισθησιογόνο δεν αρκεί.

Cinzia Gubbini: Οπότε η χώρα μας,η δυνατή  και αξιόπιστη, δεν ασκεί πλέον  καμία  επιρροή στις αγορές;
Joseph Halevi: Δεν είναι πια ισχυρή, αυτός είναι ένας μύθος  που καλλιεργήθηκε  από τους πολιτικούς ηγέτες και τους τεχνοκράτες τους. Δεν ασκεί πλέον καμία επιρροή, τελεία και παύλα.

Cinzia Gubbini: Άρα λοιπόν τα σπρεντ ανεβαίνουν επειδή βρισκόμαστε και πάλι μπροστά σε μια κρίση ρευστότητας;
Joseph Halevi: Δεν νομίζω ότι ο λόγος είναι αυτός. Είναι επειδή η οικονομική ύφεση πλήττει όλη την άρρωστη Ευρώπη, περνώντας ξυστά από τη Γερμανία, συν το γεγονός ότι η Κίνα δεν αναπτύσσεται όσο θα έπρεπε, αν και αυτό ήταν ένα άπιαστο όνειρο από την αρχή.

Cinzia Gubbini: Αρα, κάπου κάπου, οι αγορές αντιδρούν σωστά σε μια δύσκολη πραγματικά οικονομική κατάσταση;
Joseph Halevi: Εδώ και κάποιο διάστημα οι αγορές έχουν δίκιο, θα έλεγα εδώ και ένα χρόνο περίπου. Το πρόβλημα έχει δύο όψεις : οι καθημερινές τάσεις με τις  χρηματοπιστωτικές αγορές και τις εταιρείες αμοιβαίων κεφαλαίων να προσπαθούν  να επωφεληθούν, και τις εκτιμήσεις τους, ας τις ονομάσουμε διαρθρωτικές, και τότε  η εικόνα αποκτά πιο ρεαλιστικά χαρακτηριστικά.

Cinzia Gubbini: Ετσι λοιπόν  σήμερα δεχόμαστε ένα «χτύπημα» ρεαλισμού;
Joseph Halevi: Ναι, γιατί τα νέα τόσο από τις ΗΠΑ όσο και  από την Κίνα
δεν είναι καλά, για την Κίνα ειδικά, η εικόνα είναι πιο περίπλοκη, διότι  η Κίνα είναι αυτή που μας δείχνει ότι το καπιταλιστικό σύστημα δαγκώνει την ουρά του, σε μια επίδειξη κανιβαλισμού.
 
Cinzia Gubbini: Πράγματι, ο βασικός υπεύθυνος της πτώσης της αγοράς αυτή τη στιγμή είναι η Κίνα. Αλλά για πιο λόγο;

 Joseph Halevi: Και για το λόγο, ότι οι εξαγωγές της Κίνας,σε μηνιαία βάση, έχουν μειωθεί, κυρίως προς την Ευρώπη,αλλά  και γιατί οι εισαγωγές της Κίνας μειώνονται. Στην πρώτη περίπτωση το μήνυμα είναι ότι η ζήτηση δεν πάει καλά οπότε η δυναμική των κινέζικων εξαγωγών μειώνεται, και αυτό θα μειώσει την ανάπτυξη της Κίνας που με τη σειρά της θα μειώσει τις εισαγωγές της από τον υπόλοιπο κόσμο, γεγονός που θα επιδεινώσει την έλλειψη της παγκόσμιας ζήτησης.

Cinzia Gubbini: Αυτή τη στιγμή, από όσα μας λέτε, οι εισαγωγές της Κίνας έχουν μειωθεί ...
Joseph Halevi: Επιπλέον, οι χρηματοπιστωτικές αγορές, ιδιαίτερα του  Λονδίνου, της Νέας Υόρκης, της αγοράς παραγώγων του Σικάγου,ο δείκτης Nikkei (Τόκιο) στηρίζονται στην κινεζική φούσκα που είναι τεράστια. Μέχρι τώρα οι Κινέζοι  χρηματοδοτούν τη φούσκα, αλλά στο βαθμό που μειώνεται η ανάπτυξή στην Κίνα αυτό θα δημιουργήσει ακόμα περισσότερα προβλήματα.

Cinzia Gubbini: Μιας και  τη ζούμε σε απευθείας μετάδοση, θέλετε να μας εξηγήσετε τι ακριβώς είναι η κινέζικη φούσκα;

 Joseph Halevi: Είναι μια τεράστια κερδοσκοπική φούσκα : στην Κίνα έχουν κατασκευάσει ολοκαίνουργιες πόλεις  εντελώς άδειες από κόσμο, πόλεις με πολλά αεροδρόμια και δίκτυα σύνδεσης υψηλής ταχύτητας που αυξάνουν την ήδη πλεονασματική ικανότητα των αεροδρόμιων. Και όλα αυτά με χρήματα που η κεντρική τράπεζα έριξε στο τραπεζικό σύστημα. Η φούσκα αυξήθηκε δραματικά με την κυκλική πολιτική που άρχισε το Νοέμβριο του 2008 προκειμένου να αντιμετωπίσουν την παγκόσμια ύφεση. Τα κατάφεραν παραμένοντας όμως εξαρτημένοι από τη φούσκα και μαζί τους έσυραν και τη Βραζιλία, την Αυστραλία, την Αργεντινή και ένα μεγάλο μέρος των ΗΠΑ, καθώς και τη γερμανική βιομηχανία και τις σκανδιναβικές χώρες.

Cinzia Gubbini: Μη μου πεις, μια στιγμή,αυτό τώρα τι σημαίνει; Πρέπει να μας το εξηγήσετε καλύτερα  :  το πρόβλημα είναι ότι όλα αυτά  χρηματοδοτούνται από την κεντρική τράπεζα της Κίνας, αλλά η παραγωγή δεν παίζει ηγετικό ρόλο  στην ανάπτυξη της χώρας; Και αυτό τι σχέση έχει με τη Βραζιλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες;
 Joseph Halevi: Η κεντρική τράπεζα της Κίνας ακολουθεί  μια πολιτική εύκολου δανεισμού, ας πούμε αλά
Draghi, αλλά σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό. Η παραγωγή ξεπερνάει τη ζήτηση της χώρας και εξαρτάται πρακτικά από τις εξαγωγές που καθορίζουν ένα μεγάλο μέρος των εγχώριων επενδύσεων. Η Αυστραλία, η Βραζιλία, η Αργεντινή, και οι Ηνωμένες Πολιτείες, ειδικά από τις Μεσοδυτικές Πολιτείες ως τα δυτικά, εξάγουν πρώτες  ύλες σε ολοένα και μεγαλύτερες ποσότητες. Σκεφτείτε ότι η Κίνα παράγει πάνω από 700 εκατ. τόνους χάλυβα και πάνω από 1,2 δισεκατομμύρια τόνους τσιμέντου, πάνω από εξακόσια εκατομμύρια κινητά τηλέφωνα κλπ.. Ιδού από πού προκύπτει η ζήτηση για πρώτες ύλες που αποτελούν το κεντρικό στοιχείο στη διαμόρφωση των παράγωγων των χρηματιστηρίων.


Να γιατί η Κίνα ρισκάρει πολλά, αν καταστείλει τις διαμαρτυρίες


Η Κίνα γνωρίζει ότι μπορεί να καταστείλει τις διαδηλώσεις στο Χονγκ Κονγκ ανά πάσα στιγμή. Το παιχνίδι έχει αποφασιστική σημασία κυρίως επειδή άλλες αμφισβητούμενες περιοχές όπως το Μακάο, η Ταϊβάν και το Θιβέτ θα μπορούσαν να μιμηθούν την εξέγερση. Αλλά αν η κινεζική κυβέρνηση τραβήξει πολύ το σκοινί, τότε κινδυνεύει να κάνει θρύψαλα τη βιτρίνα του καπιταλισμού της.

Ο πειρασμός για την Κίνα να ακολουθήσει σκληρές μεθόδους στο Χονγκ Κονγκ είναι μεγάλος. Εχουν περάσει δύο χρόνια από τότε που ο κινέζος πρόεδρος Xi Jinping επιβεβαίωσε τον έλεγχο του Πεκίνου στο Χονγκ Κονγκ κατά τη διάρκεια των εορτασμών για την εικοστή επέτειο από την επιστροφή της πρώην βρετανικής αποικίας. Από εκείνη την επίσημη πρώτη Ιουλίου του 2017 δεν έχει μείνει παρά μόνο το κλίμα έντασης, οι διαμαρτυρίες για το νόμο περί έκδοσης, η ριζοσπαστικοποίησή, η καταστολή της αστυνομίας και η βία εγκληματικών συμμοριών, πιθανώς υποχείρια των πολιτικών.

Το Πεκίνο θα μπορούσε ανα εισβάλει στο Χονγκ Κονγκ με τη βία όποτε αυτή ήθελε. Σύμφωνα με το βασικό νόμο (Basic Law), το μίνι-σύνταγμα της πρώην βρετανικής αποικίας, ο κινέζικος στρατός έχει το δικαίωμα να παρέμβει σε περίπτωση «ταραχών και απειλών για την εθνική ενότητα αν η τοπική κυβέρνηση δεν μπορεί να ελέγξει την κατάσταση», μια κυβέρνηση με επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας την Carrie Lam, που έχει φτάσει στο κατώτατο σημείο της δημοτικότητάς της, καθώς θεωρείται η βασική υπεύθυνος για την ακύρωση των υποσχέσεων ελευθερίας την παραμονή της μεταβίβασης της κυριαρχίας του Χονγκ Κονγκ στην Κίνα με την εισαγωγή του μοντέλου διακυβέρνησης «μια Χώρα δύο συστήματα».

Οι διαμαρτυρίες κατά του νόμου περί έκδοσης στην Κίνα εξαιτίας του οποίου ξεκίνησαν οι διαδηλώσεις δεν είναι παρά ένα μόνο μέρος μιας πολύ μεγαλύτερης έντασης μεταξύ Χονγκ Κονγκ και Πεκίνου, δεδομένου ότι πλησιάζει η ημερομηνία κατά την οποία η αυτονομία του Χονγκ Κονγκ από την Κίνα, με τη συμφωνία Κίνας-Μεγάλης Βρετανίας το 1997, θα φτάσει στο τέλος της. Μετά το 2047 το Χονγκ Κονγκ δεν θα έχει πλέον διαφορετικά πολιτικά, οικονομικά και θεσμικά στάνταρντ απ’ ό, τι η υπόλοιπη Κίνα. Και το Πεκίνο έχει ήδη δείξει την πρόθεσή του να ακυρώσει την αυτονομία του Χονγκ Κονγκ, βήμα προς βήμα. 

Το 2014, το Χονγκ Κονγκ είχε συγκλονιστεί και πάλι από τις «διαδηλώσεις με τις  ομπρέλες», οι οποίες κράτησαν σχεδόν τρεις μήνες. Οι διαδηλώσεις ξεκίνησαν μετά την απόφαση της Μόνιμης Επιτροπής του Λαϊκού Κογκρέσου να μεταρρυθμίσει το εκλογικόσύστημα του Χονγκ Κονγκ. Μια μεταρρύθμιση, η οποία τελικά δεν υιοθετήθηκε, και που θεωρήθηκε ότι περιόριζε την αυτονομία της περιοχής, καθώς έτσι το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα θα μπορούσε να «προεπιλέγει» τους υποψήφιους ηγέτες του Χονγκ Κονγκ.

Οι πολίτες του Χονγκ Κονγκ ,επομένως, φοβούνται ότι θα τους καταπιεί ο κινέζικος δράκος, χθες, όπως σήμερα. Η αιτία των διαμαρτυριών είναι η ανησυχία ότι τα αιτήματα έκδοσης στην ηπειρωτική Κίνα θα οδηγήσουν σε παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως πρόσχημα για να συλληφθούν οι πολιτικοί αντιφρονούντες που διέφυγαν από την Κίνα και κατέφυγαν στο Χονγκ Κονγκ. Παρόλο που το σχέδιο έκδοσης δεν ισχύει για τα πολιτικά αδικήματα, ωστόσο, υπάρχει κίνδυνος μήπως έτσι «νομιμοποιηθούν» οι απαγωγές που έγιναν στο Χονγκ Κονγκ τα τελευταία χρόνια για τις οποίες το Πεκίνο θεωρείται ως ο βασικός υπεύθυνος.

Αυτός είναι και ο λόγος που ο αγώνας του Χονγκ Κονγκ για το Πεκίνο, δεν είναι σε καμία περίπτωση περιθωριακός αλλά έχει αποφασιστική σημασία. Η Κίνα θεωρεί ότι οι διαμαρτυρίες που συγκλονίζουν την πόλη είναι ιδιαίτερα απειλητικές αλλά και το ίδιο το επίπεδο διεθνούς ενσωμάτωσης της περιοχής θεωρείται ως ένας κίνδυνος. 30 χρόνια μετά την επέτειο της πλατείας Τιενανμέν το 1989, το Πεκίνο πιστεύει ότι το άνοιγμα στον υπόλοιπο κόσμο θα μπορούσε  να ενισχύσει φυγόκεντρες τάσεις.

Η Κίνα βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με ένα δίλημμα: ο οποιοσδήποτε συμβιβασμός θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα προηγούμενο με κίνδυνο να επηρεάσει και τις σχέσεις του Πεκίνου με άλλες αμφισβητούμενες περιοχές όπως το Μακάο, η Ταϊβάν, το Θιβέτ, το Ξιντζιανγκ ( η περιοχή των μουσουλμάνων Ουιγούρων που βρίσκεται σε αναβρασμό) και η Εσωτερική Μογγολία. 

Το Πεκίνο δεν μπορεί να αγνοήσει τι συμβαίνει στο Χονγκ Κονγκ επειδή οι διαμαρτυρίες στην πρώην βρετανική αποικία θα μπορούσαν να βρουν μιμητές. Επιπλέον, το Πεκίνο επενδύει πολλά στο σχέδιο ανάπτυξης της ευρύτερης περιοχής του Κόλπου Guangdong-Χονγκ Κονγκ-Μακάο (της επονομαζόμενης «Greater Bay Area»), ικανής να ανταγωνιστεί τους κόλπους του Σαν Φρανσίσκο και του Τόκιο. Οι Κινέζοι στο Χονγκ Κονγκ δεν θα κάνουν πίσω, αλλά γνωρίζουν ότι αν τραβήξουν το σχοινί κινδυνεύουν να κάνουν θρύψαλα τη βιτρίνα του καπιταλισμού τους.

[----->]

Μικροτσιπς: Μια νέα κούρσα των εξοπλισμών

 

Του Michael Roberts

Στις 6 Δεκεμβρίου, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν συναντήθηκε στην Αριζόνα με τον Μόρις Τσανγκ, τον ιδρυτή της Taiwan Semiconductor Manufacturing Company (TSMC) σε τελετή, το τελευταίο βήμα επένδυσης της εταιρείας κατασκευής μικροτσιπ σε ένα νέο εργοστάσιό στις ΗΠΑ.  Η TSMC τριπλασιάζει την προγραμματισμένη επένδυση  για το νέο της εργοστάσιο στην Αριζόνα, στα 40 δισεκατομμύρια δολάρια, μια από τις μεγαλύτερες ξένες επενδύσεις στην ιστορία των ΗΠΑ.

 

Η TSMC είναι ο κορυφαίος κατασκευαστής τσιπ υψηλής τεχνολογίας στον κόσμο, με την Κίνα και τις ΗΠΑ να εισάγουν τα προϊόντα της εταιρείας στην παραγωγή τους.  Η TSMC έχει γίνει το πεδίο διαμάχης μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας στο πεδίο του παγκόσμιου εμπορίου και της τεχνολογίας – και λόγω αυτού του γεγονότος η Ταϊβάν αποτελεί εστία γεωπολιτικής σύγκρουσης μεταξύ της αυξανόμενης οικονομικής ισχύος της Κίνας και της (σχετικής παρακμής) της κυριαρχίας των ΗΠΑ παγκοσμίως.

 

 

 Σε αυτό το πλαίσιο, το βιβλίο του ιστορικού της οικονομίας Κρις Μίλερ (Chris Miller) "Chip War",Ο πόλεμος των μικροτσιπ, έχει ιδιαίτερη αξία. Στο βιβλίο, ο Μίλερ περιγράφει την ανάπτυξη των ημιαγωγών [μικροτσιπ] και πώς η TSMC και μερικοί άλλοι κατασκευαστές έφτασαν να κυριαρχούν στην παγκόσμια προσφορά προηγμένων μικροτσίπ.  Το κύριο μήνυμά του είναι ανησυχητικό.  Ενώ κατά τη διάρκεια του "ψυχρού πολέμου" μεταξύ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης, τα πυρηνικά όπλα και η δυνατότητα αμοιβαίας εξασφαλισμένης καταστροφής τους δημιουργούσαν ένα είδος ισορροπημένης ανακωχής που απέτρεπε την απόλυτη σύγκρουση, σε αυτόν τον "ψυχρό πόλεμο" μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, δεν υπάρχει ισορροπία, αλλά αντιθέτως ένας απεριόριστος αγώνας δρόμου.  "Υπάρχει ένα πολύ σαφές όριο στη χρήση των πυρηνικών. [Τα πυρηνικά όπλα] είτε χρησιμοποιούνται είτε δεν χρησιμοποιούνται, ενώ στον χώρο της οικονομικής αλληλεξάρτησης, δεν υπάρχει κάποιο όριο που να δείχνει ότι έχεις περάσει την κόκκινη γραμμή και πρακτικά, υπάρχουν πολλές διαφορετικές γραμμές που μπορεί κανείς να περάσει". (Μίλερ).

Ο Μίλερ υποστηρίζει με παραστατικό τρόπο ότι τα μικροτσίπ είναι το νέο πετρέλαιο - ο σπάνιος πόρος από τον οποίο εξαρτάται ο σύγχρονος κόσμος. Σήμερα, η στρατιωτική, η οικονομική και η γεωπολιτική κυριαρχία βασίζονται σε ένα θεμέλιο από τσιπ υπολογιστών. Σχεδόν τα πάντα, από πυραύλους έως μικροκύματα, από smartphones έως το χρηματιστήριο, λειτουργούν με τσιπ. Μέχρι πρόσφατα, η Αμερική σχεδίαζε και κατασκεύαζε τα ταχύτερα μικροτσιπ και διατηρούσε το προβάδισμά προκειμένου να διατηρήσει την παγκόσμια κυριαρχία.  Αλλά τώρα το προβάδισμα της Αμερικής υποχωρεί, υπονομευμένο από τους ανταγωνιστές στην Ταϊβάν, την Κορέα, την Ευρώπη και, πάνω απ' όλα, την Κίνα. Όπως αποκαλύπτει ο πόλεμος των τσιπ, η Κίνα, η οποία δαπανά κάθε χρόνο περισσότερα χρήματα για την εισαγωγή τσιπ απ' ό,τι για την εισαγωγή πετρελαίου, διοχετεύει δισεκατομμύρια σε μια πρωτοβουλία κατασκευής τσιπ για να φτάσει στα επίπεδα των ΗΠΑ. Αυτό που διακυβεύεται λοιπόν είναι η στρατιωτική υπεροχή και η οικονομική ευημερία της Αμερικής.

Ο Μίλερ, εξηγεί πώς ο ημιαγωγός απέκτησε κρίσιμο ρόλο στη σύγχρονη ζωή και πώς οι ΗΠΑ κατέκτησαν κυρίαρχη θέση στον σχεδιασμό και την κατασκευή τσιπ και πώς εφάρμοσαν την τεχνολογία αυτή σε στρατιωτικά συστήματα.  Η νίκη της Αμερικής στον Ψυχρό Πόλεμο με τη Σοβιετική Ένωση και η παγκόσμια στρατιωτική κυριαρχία της οφείλεται στην ικανότητά της να αξιοποιεί την υπολογιστική ισχύ πιο αποτελεσματικά από οποιαδήποτε άλλη δύναμη.  Αλλά και εδώ, λέει ο Μίλερ, η Κίνα πλησιάζει, με τις φιλοδοξίες της για την κατασκευή τσιπ και τον στρατιωτικό εκσυγχρονισμό να συμβαδίζουν.

 

Ο συγγραφέας παρακολουθεί την ανάπτυξη των μικροτσιπ από την εφεύρεσή τους στην Αμερική, τη δεκαετία του 1950, τη χρυσή εποχή του αμερικανικού καπιταλισμού, μέχρι τη δημιουργία μιας παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας με επίκεντρο την Ανατολική Ασία. Σήμερα, σχεδόν όλα τα προηγμένα τσιπ επεξεργαστών παράγονται στην Ταϊβάν, και ο Μίλερ προβάλλει το πειστικό επιχείρημα ότι η μετατόπιση του ελέγχου της βιομηχανίας θα μπορούσε να αναδιαμορφώσει δραματικά τις οικονομικές και πολιτικές ισορροπίες στον κόσμο.  Ακόμη περισσότερο από το παραδοσιακό εμπόριο και τη μεταποιητική παραγωγή, και ακόμη περισσότερο από την οικονομική ισχύ, ο Μίλερ υποστηρίζει ότι αυτός που θα ηγηθεί και θα κυριαρχήσει στην παραγωγή τσιπ θα κυριαρχήσει και στην παγκόσμια οικονομία.

Η ανάπτυξη και η παραγωγή τσιπ είναι πλέον ο βασικός τομέας στην προσπάθεια των ΗΠΑ να απομονώσουν, να αποδυναμώσουν και να μειώσουν την οικονομική και στρατιωτική ισχύ της Κίνας και άλλων χωρών που θεωρούν ότι αντιτίθενται στα παγκόσμια συμφέροντα των ΗΠΑ.  Στο παρελθόν, οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν τη δύναμη του δολαρίου για να αποκόψουν τους αντιπάλους τους από την παγκόσμια οικονομία.  Ο νέος νόμος για τα αμερικανικά τσιπ στοχεύει στην απομόνωση της Ρωσίας και της Κίνας από την παγκόσμια οικονομία υψηλής τεχνολογίας και στην αναχαίτιση των στρατιωτικών τους δυνατοτήτων.  Ο νόμος αποτελεί μέρος ενός κύματος κυρώσεων των ΗΠΑ και της Δύσης σε αντίποινα για την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Την πρόθεση του νόμου έκανε σαφή ο Κέβιν Γουλφ, ένα πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου Εμπορίου. "Αυτό που έκανε η κυβέρνηση, είναι να αποφασίσει ένα τρόπο αποκοπής της Ρωσίας από τα μικροτσιπς και αυτό είναι μια πολιτική και μια υποχρέωσή μας", δήλωσε ο Γουλφ . "Και αυτό θα γίνει αφού υπάρχει μαζική συνεργασία με τους συμμάχους".

 

Ο νόμος για τα τσιπ είναι απλώς το επόμενο στάδιο μιας σειράς μέτρων για την αποδυνάμωση των τεχνολογικών δυνατοτήτων και της παγκόσμιας επιρροής της Κίνας.  Η αρχή έγινε με τον έλεγχο στις εξαγωγές της κινεζικής εταιρεία τηλεπικοινωνιών Huawei κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Τραμπ. Η Ουάσινγκτον, αφού πρώτα περιόρισε την πώληση αμερικανικής τεχνολογίας στη Huawei βάζοντάς την στη μαύρη λίστα εμπορικών συναλλαγών της, στη συνέχεια αύξησε την πίεση εφαρμόζοντας τον λεγόμενο κανόνα για τα ξένα προϊόντα που παράγονται στο εξωτερικό με αμερικανική τεχνολογία. Αυτό επέτρεψε στις ΗΠΑ να κινηθούν εκτός συνόρων τους και να ελέγχουν προϊόντα που κατασκευάζονται εκτός της χώρας, εφόσον έχουν σχεδιαστεί ή κατασκευαστεί με τη χρήση αμερικανικής τεχνολογίας.  "Η Huawei ήταν μια δοκιμή", δήλωσε ο Κρίστοφερ Τιμούρα, δικηγόρος με εξειδίκευση στο Εμπορικό Δίκαιο του δικηγορικού γραφείου Gibson Dunn στην Ουάσιγκτον. "Οι ΗΠΑ δεν είχαν σοβαρά προβλήματα με τη Huawei μέχρι που τροποποίησαν τη νομοθεσία για τον έλεγχο της εξαγωγής αμερικανικών προϊόντων προς το εξωτερικό".

 

Η χρήση της ίδιας πρακτικής σε βάρος της Ρωσίας για ορισμένα είδη με πιο σοβαρές επιπτώσεις όπως ένας κατάλογος με 49 στρατιωτικά είδη, σημαίνει ότι ουσιαστικά η Ρωσία παύει να έχει πλέον πρόσβαση σε ημιαγωγούς υψηλής τεχνολογίας και την εισαγωγή άλλων προϊόντων υψηλής τεχνολογίας που είναι κρίσιμα για τη στρατιωτική της πρόοδο.  "Η Ρωσία είναι πολύ καλά προετοιμασμένη, αλλά με την πάροδο του χρόνου αυτό θα υποβαθμίσει σοβαρά τις στρατιωτικές της δυνατότητες", δήλωσε η Julia Friedlander, πρώην αξιωματούχος του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ.

 

Αλλά ο πραγματικός στόχος είναι η Κίνα και η μάχη για τη συντριβή της τεχνολογικής προόδου της Κίνας δεν έχει σε καμία περίπτωση κερδηθεί.  Ήδη, η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής ημιαγωγών στον κόσμο. Ωστόσο, ο βαθμός αυτάρκειάς της στον τομέα κατασκευή των δικών της μικροτσιπ είναι εξαιρετικά χαμηλός.  Οι κινεζικές επιχειρήσεις που παράγουν στην Κίνα,το 2021 κάλυπταν μόνο το 6,6% των εγχώριων αναγκών σε μικροτσίπ , το οποίο αυξάνεται στο 16,7% αν συμπεριλάβουμε και τις ξένες επιχειρήσεις στο έδαφός της.  Ακόμη,όμως, και αν συμπεριλάβουμε και τις θυγατρικές των πολυεθνικών στην Κίνα, η παραγωγή τσιπ της χώρας το 2026 είναι πιθανό να φτάσει μόνο το 6,6% της συνολικής παγκόσμιας παραγωγής μικροτσιπ.  Στον τομέα των μικροτσίπ που κατασκευάζονται σύμφωνα με το νέο μοντέλο παραγωγής, το επονομαζόμενο fabless, μέσω του οποίου ο σχεδιασμός μπορεί να γίνει σε μία χώρα αλλά η παραγωγή σε μία άλλη, η Κίνα συνεισέφερε κατά 16% στην παγκόσμια αγορά το 2020, αλλά το μερίδιό της μειώθηκε σε μόλις 9% το 2021 εν μέσω των κλιμακούμενων απαγορεύσεων εξαγωγών μικροτσίπ από τις ΗΠΑ.

 

 

Αλλά η πολιτική του Πεκίνου είναι μια προσπάθεια να γίνει αυτάρκης στον τομέα παραγωγής μικροτσιπ κάνοντας χρήση όλων των οικονομικών εξουσιών και των εξουσιών σχεδιασμού του κράτους. Το 2014 η Κίνα δημιούργησε ένα εθνικό επενδυτικό ταμείο ανάπτυξης ολοκληρωμένων κυκλωμάτων. Αργότερα, το 2015, το σχέδιο Made in China 2025 έθεσε έναν φιλόδοξο στόχο αυτάρκειας 70% έως το 2025, ο οποίος, με βάση τη σημερινή πρόοδο, δεν πρόκειται να επιτευχθεί. Έτσι, η Κίνα θα συνεχίσει να εξαρτάται,ως προς τους ημιαγωγούς, κυρίως από την Ταϊβάν, τη Νότια Κορέα, τη Μαλαισία και την Ιαπωνία- με κίνδυνο να διακοπούν εντελώς οι προμήθειες ημιαγωγών από τις ΗΠΑ.

 

Κύριος στόχος του αμερικανικού νόμου US CHIPS Act είναι η χρηματοδοτήσει με 52 δισεκατομμύρια δολάρια της παραγωγής και της έρευνας για μικροτσιπ με έκπτωση φόρου 25% στους παραγωγούς μικροτσιπ στις ΗΠΑ για τις επενδύσεις με τη προϋπόθεση, ότι όποιοι χρηματοδοτηθούν με βάση το νόμο  US CHIPS Act απαγορεύεται να "συμμετάσχουν σε οποιαδήποτε σημαντική συναλλαγή που αφορά την επέκταση της παραγωγικής ικανότητας ημιαγωγών στην Κίνα".  Αλλά, οι ΗΠΑ σχεδιάζουν περισσότερες κυρώσεις κατά της Κίνας: την απαγόρευση εξαγωγής εξοπλισμού κατασκευής ημιαγωγών για τσιπ μνήμης με πάνω από 128 επιστρώσεις με το μοντέλο παραγωγής fabless, από την εταιρεία NAND. Ο στόχος τους είναι ότι να μπλοκαριστεί η μεγαλύτερη εταιρεία της Κίνας,η NAND, και τα εργοστάσια κατασκευής τσιπ μνήμης ξένων εταιρειών εταιρείες στην ηπειρωτική Κίνα, και έτσι να αναγκαστούν οι ξένοι κατασκευαστές τσιπ μνήμης να εγκατασταθούν εκτός Κίνας, όπως κάνει τώρα η TSMC. 

 

Παρ' όλα αυτά, η παραγωγή τσιπ στην Κίνα θα μπορούσε να αυξηθεί στο 21,2% έως το 2026 από 16,7% το 2021.  Επιπλέον, οι αμερικανικές κυρώσεις στα μικροτσιπ πλήττουν την παραγωγή και τα κέρδη των αμερικανικών εταιρειών, με ορισμένους να εκτιμούν ότι θα μπορούσε να μειωθεί το παγκόσμιο μερίδιο των ΗΠΑ στην αγορά κατά 18% και μακροπρόθεσμα να πλήξουν το 37% των εσόδων τους.

 

  Δεν είναι λοιπόν περίεργο που οι αμερικανικές επιχειρήσεις δεν φαίνονται πρόθυμες να περιορίσουν τις εξαγωγές τεχνολογίας τους στην Κίνα.  Επίσης, η TSMC μπορεί να επενδύει σε νέες εγκαταστάσεις στις ΗΠΑ, αλλά αυτές δεν έχουν ούτε την κλίμακα ούτε το τεχνολογικό επίπεδο των νεότερων εργοστασίων της TSMC στην Ταϊβάν.  "Η μείωση της εξάρτησης από την TSMC ... όσον αφορά πιο εξελιγμένες διεργασίες δεν θα μειωθεί σημαντικά μέχρις ότου η TSMC, η Samsung και η Intel εγκαταστήσουν όλες τους προηγμένες εγκαταστάσεις στις ΗΠΑ", λέει ο Paul Triolo, ειδικός σε θέματα Κίνας και τεχνολογίας του Albright Stonebridge Group.

Ακόμη και τότε, μόνο ένα μέρος της εφοδιαστικής αλυσίδας θα επωφεληθεί. Τα εργοστάσια που κατασκευάζουν η Intel, η TSMC και η Samsung στις ΗΠΑ θα κατασκευάζουν όλα προηγμένα μικροτσιπ, και επομένως θα υποστηρίζουν κυρίως τη βιομηχανία υπολογιστών, smartphone και διακομιστών. Οι αυτοκινητοβιομηχανίες, όμως, που είδαν την παραγωγή τους να παγώνει λόγω των γνωστών προβλημάτων στον εφοδιασμό μικροτσιπ την περίοδο των λοκντάουν, χρησιμοποιούν λιγότερο προηγμένα τσιπ τα οποία δυσκολεύονται να πουληθούν στις ΗΠΑ, όπου το κόστος είναι υψηλότερο.

 

Αλλά αυτός ο πόλεμος των μικροτσιπ δεν αφορά μόνο την οικονομία, αλλά και την πολιτική εξουσία στον 21ο αιώνα - τουλάχιστον για τους ηγέτες του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.  Ο Μίλερ αυτό το κάνει σαφές στο βιβλίο του και σε άλλα έργα του, όπου προσπαθεί να αποκαλύψει τις αυταρχικές και ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες της Ρωσίας υπό τον Πούτιν. Ο αγώνας για τη διατήρηση της υπεροχής των ΗΠΑ και τη μείωση της ανάπτυξης της Κίνας (που ελπίζουμε να επιφέρει "αλλαγή του καθεστώτος") θα κοστίσει πολύ ακριβά στην οικονομία των ΗΠΑ, αλλά προφανώς αξίζει το κόστος σε βάρος του παγκόσμιου εμπορίου και της παγκόσμιας παραγωγής - ακόμα και της παγκόσμιας ειρήνης.

 

Οι ΗΠΑ δίνουν αυτή τη μάχη με όρους μάχης μεταξύ "δυτικής δημοκρατίας" και κινεζικής (και ρωσικής) "απολυταρχίας", μάχης για τα ανθρώπινα δικαιώματα (όπως εκπροσωπούνται από τις αμερικανικές αξίες) ενάντια στην καταστολή των μειονοτήτων και των αντιφρονούντων (στην Κίνα) και ακόμη και της "γενοκτονίας" (από τη Ρωσία) στην Ουκρανία.  Αυτό οδηγεί την προπαγάνδα σε νέα επίπεδα υποκρισίας.  Αυτό που πραγματικά διακυβεύεται είναι η παγκόσμια κυριαρχία των ΗΠΑ.  Και αυτό είναι πιο σημαντικό από την επέκταση του εμπορίου και της τεχνολογίας προς όφελος όλων.

Οι στρατηγιστές των ΗΠΑ φοβούνται ότι η Κίνα μπορεί να ξεπεράσει τα εμπόδια που της βάζουν οι ΗΠΑ.  Ο φόβος αυτός βασίζεται στον καθοδηγούμενο από το κράτος επενδυτικό σχεδιασμό της Κίνας, τον οποίο οι θεωρητικοί της Δεξιάς αποκαλούν "οικονομία της ωμής βίας" επειδή δεν βασίζεται στην "ελεύθερη αγορά".  "Στη βιομηχανία ημιαγωγών, για παράδειγμα, η στρατηγική του Πεκίνου είναι απόλυτα εμφανής. Αξιοποίηση των τεράστιων ποσών κρατικής υποστήριξης, στοχευμένη κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας για να βοηθηθούν οι μεγάλες κινεζικές επιχειρήσεις, μεταφορά γνώσεων από ειδικούς που έχουν εκπαιδευτεί στις Ηνωμένες Πολιτείες και τις συμμαχικές χώρες, και προνομιακή μεταχείριση των εγχώριων επιχειρήσεων, για να γείρει την πλάστιγγα του ανταγωνισμού υπέρ της".  Αυτά υποστηρίζει η Λίζα Τόμπιν (Liza Tobin), πρώην διευθύντρια για την Κίνα στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας των ΗΠΑ στις κυβερνήσεις Τραμπ και Μπάιντεν και στη CIA.

 

Η άποψη αυτή συνοψίζεται και στο σχόλιο του κεϋνσιανού Larry Summers για τον πόλεμο των τσιπ του Μίλερ (η υπογράμμιση δική μου).  "Οι ημιαγωγοί μπορεί να είναι για τον εικοστό πρώτο αιώνα ό,τι ήταν το πετρέλαιο για τον εικοστό. Αν είναι έτσι, τότε η ιστορία των ημιαγωγών θα είναι η ιστορία του εικοστού πρώτου αιώνα."

 [----->]