Μονομαχία στις Βρυξέλλες

 
 του Δημήτρη Μηλάκα
Οι πιθανότητες για τη συμφωνία επί της ορολογίας μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και δανειστών (Γερμανών), η οποία θα επιτρέψει σε κάθε πλευρά να εμφανίσει τα κέρδη της – ή να μην εμφανίζεται ως ηττημένη –, γίνονται από χθες ορατές, όπως τουλάχιστον υποστηρίζουν ελληνικές πηγές σε Αθήνα και Βρυξέλλες.

Σύμφωνα με την «τεχνοκρατική – νομική» ανάγνωση, ο συμβιβασμός είναι ανέφικτος, καθώς «παράταση» μόνο της δανειακής σύμβασης που δέχεται και επιδιώκει η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να υπάρξει. Κι αυτό διότι η δανειακή σύμβαση στη σελίδα 59, παράγραφος 8, απερίφραστα αναφέρει: «Η διαθεσιμότητα αυτής της Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης εξαρτάται από τη συμμόρφωση της Ελλάδας με τα μέτρα που εκτίθενται στο Μνημόνιο…».

Ωστόσο, εκεί όπου η τεχνοκρατική – νομική ακαμψία δημιουργεί αδιέξοδα υπεισέρχονται οι δυνατότητες ενός πολιτικού συμβιβασμού. Αρκεί ο συμβιβασμός να είναι το ζητούμενο, κάτι για το οποίο, ως προς τις προθέσεις τις γερμανικής πλευράς τουλάχιστον, δεν υπάρχει βεβαιότητα…

Η ελληνική κυβέρνηση σήμερα θα ζητήσει να γίνει αποδεκτή η παράταση της δανειακής σύμβασης, ώστε να τακτοποιηθούν κάποιες «εκκρεμότητες». Από την πλευρά του το Βερολίνο υπογραμμίζει ότι δεν υπάρχει μόνο δανειακή σύμβαση, αλλά ένα συνολικό πρόγραμμα διάσωσης,  στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και το μνημόνιο  των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει η χώρα.

Παρ’ όλα αυτά – σύμφωνα με πληροφορίες από τις Βρυξέλλες – η ελληνική      κυβέρνηση σε στενή επαφή με τον επικεφαλής του EuroWorking Group Τόμας Βίζερ είχε χθες συμφωνήσει για τη διατύπωση του αιτήματος παράτασης της δανειακής σύμβασης για ένα εξάμηνο συμφωνώντας ταυτόχρονα για την υιοθέτηση κοινά αποδεκτών μέτρων. Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, η εν λόγω διαβούλευση πραγματοποιήθηκε υπό τη στενή παρακολούθηση του Βερολίνου και των συναινετικών παροτρύνσεων της Ουάσιγκτον…

Το γερμανικό τείχος
 Πέρα, ωστόσο, από το θετικό σενάριο διεξόδου, η ελληνική κυβέρνηση μελετά και το σενάριο της ασφυξίας, το οποίο είναι πιθανό να ακολουθήσει το Βερολίνο. Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, η στρατηγική επιδίωξη της Γερμανίας είναι το τσαλάκωμα του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και της κυβέρνησής του. Για να πετύχει αυτόν τον βασικό του στόχο, το Βερολίνο θα αξιοποιήσει τον χρόνο.

Όσο η Γερμανία σαμποτάρει έναν «έντιμο συμβιβασμό» τόσο η ελληνική οικονομία οδηγείται σε ασφυξία ρευστότητας. Η γερμανική κυβέρνηση με αυτόν τον τρόπο εκτιμά πως -σε κάθε περίπτωση – θα κερδίσει το παιχνίδι:
♦  Είτε διότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα υποχωρήσει ατάκτως και θα τοποθετηθεί στο μνημονιακό ράφι, οπότε θα χάσει τη λαϊκή υποστήριξη και οι προσδοκίες που δημιούργησε στην Ελλάδα και την Ευρώπη για μια διαφορετική πορεία θα εξανεμιστούν.
♦   Είτε διότι η έλλειψη ρευστότητας και τα προβλήματα που θα προκύψουν στην ελληνική οικονομία θα υπονομεύσουν τη δυναμική της πολιτικής ισχύος του ΣΥΡΙΖΑ στο εσωτερικό και θα περιθωριοποιήσουν κάθε σκέψη αμφισβήτησης του γερμανικού δόγματος.

Οι πρόθυμοι

Παρά το κλίμα συμβιβασμού που εκπέμπεται από χθες, η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί ότι το Βερολίνο εξακολουθεί να κρατά ανοιχτή την επιλογή της αποσταθεροποίησης της ελληνικής κυβέρνησης. Αν τελικά αυτό ισχύει, θα φανεί (και θα αποδειχτεί), όπως υπογραμμίζουν κύκλοι της ελληνικής κυβέρνησης, μέχρι αύριο Παρασκευή, κατά τη διαβούλευση για την αποδοχή ή όχι του ελληνικού αιτήματος για παράταση της δανειακής σύμβασης.

Μάλιστα, όπως υπογραμμίζουν οι ίδιες πηγές, δεν είναι απαραίτητο να εμφανιστούν οι Γερμανοί ως υπονομευτές της συμφωνίας. Μπορούν εύκολα να υποκινήσουν διάφορους πρόθυμους, όπως τους Φινλανδούς, τους Ισπανούς και άλλους…

Με αυτόν τον τρόπο και κρατώντας τη ρέγουλα της ΕΚΤ, η Γερμανία είναι σε θέση να ρυθμίζει – ελέγχει την πολιτική, οικονομική, κοινωνική ζωή της Ελλάδας και των υπόλοιπων Ευρωπαίων «υποτελών» της. Από την πλευρά της η νέα ελληνική κυβέρνηση αντιλαμβάνεται ότι, αν παρασυρθεί από τον γερμανικό χρόνο και τα χρονοδιαγράμματα, θα εξαντλήσει γρήγορα, πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, το πολιτικό της κεφάλαιο…

Ωστόσο, όπως ο χρόνος δεν λειτουργεί μόνο εις βάρος της Ελλάδας, τίθενται ερωτήματα και προς το Βερολίνο:

♦ Έχει χρόνο η Γερμανία να αντιμετωπίσει το ερώτημα (που προκύπτει για την ηγεμονία της) σε περίπτωση ελληνικής χρεοκοπίας;
♦  Προλαβαίνει η Γερμανία να αντιμετωπίσει – δίχως να υπονομευτεί η ηγεμονία της – το ερώτημα (που εκ των πραγμάτων τίθεται) από την έναρξη μιας συζήτησης για το ελληνικό και κατ’ επέκταση το ευρωπαϊκό πρόβλημα χρέους;

Διαθέτει – απ’ την άλλη πλευρά – η ελληνική κυβέρνηση χρόνο να διαχειριστεί τις προσδοκίες που δημιούργησε στο εσωτερικό της χώρας διανέμοντας τα ψίχουλα που θα προκύψουν από έναν συμβιβασμό;
Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από την πορεία των διαπραγματεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης με τους δανειστές (Βερολίνο), τα ερωτήματα αυτά, από τη στιγμή που έχουν τεθεί, συνοψίζουν τα όρια ισχύος και αδυναμίας. Πάνω απ’ όλα περιγράφουν το αδιέξοδο της γερμανικής αρχιτεκτονικής που επιβλήθηκε στην Ευρώπη. Είναι προφανές ότι ένα τέτοιο μοντέλο δεν είναι προορισμένο να μακροημερεύσει, αν δεν προχωρήσει άμεσα η ανακατασκευή του. Θα είναι η νέα ελληνική κυβέρνηση και το ελληνικό πρόβλημα αυτά που θα λειτουργήσουν ως καταλύτης γι’ αυτήν την ανακατασκευή;

 [--->]