Μια επιστολή από τον Όσκαρ





 Αποτέλεσμα εικόνας για Lettera di Oskar Lafontaine alla sinistra italiana

  

Ανοικτή επιστολή του Όσκαρ Λαφοντέν στην ιταλική αριστερά


του Dante Barontini

Ο Όσκαρ Λαφοντέν έστειλε ανοικτή επιστολή στην ιταλική αριστερά. Όμως, η ιταλική αριστερά είναι από καιρό κατατονική και πάσχει από ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (ΙΨΔ) [*]. Δεν καταφέρνει  να σκεφτεί τίποτα περισσότερο από  τη από την δημιουργία άλλης μιας «πλατειάς» οργανωτικής δομής, μη ιδεολογική και χωρίς συγκεκριμένες βάσεις, ο μόνος στόχος της οποίας θα είναι να ξεπεράσει τα διάφορα όρια εκλογιμότητας (από τις περιφερειακές εκλογές , ως την είσοδο της στη βουλή).  



Επικρατεί μια σιωπή σχεδόν απόλυτη-εξαιρούνται τα περιθωριακά ζητήματα, για τα οποία υπάρχει μια υπερπαραγωγή «προτάσεων»-, κυρίως ως προς το βασικό ζήτημα κάθε μελλοντικής πολιτικής: ποια η θέση μας και άρα ποιοι οι στρατηγικοί μας στόχοι, απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση;  Αν ο έλεγχος του προϋπολογισμού  και της νομισματικής πολιτικής έχει να κάνει με αυτό,τότε δεν υπάρχει πολιτικό σχέδιο ή «εκλογικό πρόγραμμα» που να μη το πάρει υπόψη. Αν ρωτήσετε τον ΣΥΡΙΖΑ, θα σας το επιβεβαιώσει με δραματικό τρόπο.


Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, αυτό δεν ισχύει. Έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν ότι η ασαφής ιδέα της «μεταρρυθμισιμότητας» της ΕΕ έχει δεχτεί ένα θανάσιμο πλήγμα, και έχουν αρχίσει να  σκέφτονται  τους όρους μιας αναγκαίας  «ρήξης» με την ΕΕ, ως βασική προϋπόθεση για την όποια δυνατή πολιτική στήριξης των λαϊκών στρωμάτων σε κάθε περιφέρεια ή κράτος, ή τους όρους ενός «σχεδίου Β», το οποίο θα πρέπει να συγκεκριμενοποιηθεί πριν λάβει κανείς υπόψη του οποιαδήποτε προοπτική συμμετοχής της αριστεράς στη κυβέρνηση. 

Πρέπει να πάρουμε υπόψη μας, με ικανοποίηση, και χωρίς κανέναν σεχταρισμό ότι αυτό το δεύτερο μέτωπο, στο οποίο εντάσσονται γνωστές και, σε πολλές περιπτώσεις, χαρισματικές  προσωπικότητες της ρεφορμιστικής αριστεράς της ηπείρου μας, έχει ανοίξει έναν δρόμο στην πιθανότητα να μπορεί να σκεφτεί κανείς την ΕΕ χωρίς, αυτόματα, να γίνεται αντικείμενο επίθεσης με αφορισμούς και κατηγορίες περί «οπαδών της εθνικής κυριαρχίας». Μια κατηγορία περίεργη ή απατηλή, εφόσον η «λαϊκή κυριαρχία» βρίσκεται στη βάση κάθε ιδέας κοινωνικού μετασχηματισμού, ανεξάρτητα από τα ιστορικά προσδιορισμένα εθνικά σύνορα.

 Διαβάσαμε προσεκτικά την «Επιστολή προς την ιταλική αριστερά» του  Όσκαρ Λαφοντέν που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα  Il manifesto και είμαστε βέβαιοι ότι την ίδια επιστολή, με τα ίδια λόγια, δεν θα την δημοσίευε ποτέ η εφημερίδα, αν ο συντάκτης της ήταν κάποιο πρόσωπο με μικρότερη επιρροή. Αυτό φτάνει για να κατανοήσουμε το πόσο σημαντική πολιτικά είναι η πρόταση των υποστηρικτών του «Σχεδίου Β» στα υπολείμματα της «αριστεράς», προκειμένου να ξαναρχίσουν να σκέφτονται συγκεκριμένα, βάζοντας ένα τέλος στις φλυαρίες και στις φαντασιώσεις.

Η ανάλυση από όπου ξεκινά ο Λαφοντέν, σε ορισμένα σημεία της, είναι πειστική.

 «Η ήττα της ελληνικής κυβέρνησης υπό την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στο Γιουρογκρούπ έκανε την ευρωπαϊκή Αριστερά να αναρωτιέται για το ποιες είναι οι δυνατότητες μιας κυβέρνησης στην οποία ηγείται ένα αριστερό κόμμα, ή μια κυβέρνηση στην οποία συμμετέχει ένα αριστερό κόμμα ως εταίρος μειοψηφώντας, να εφαρμόσει μια πολιτική βελτίωσης της κοινωνικής θέσης των εργαζομένων,
των συνταξιούχων, και των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ευρωπαϊκών Συνθηκών.

Η απάντηση είναι σαφής και κτηνώδης: τέτοιες δυνατότητες δεν υπάρχουν [...] εφ 'όσον η ΕΚΤ, πέρα από κάθε δημοκρατικό έλεγχο, μπορεί να παραλύει το τραπεζικό σύστημα μιας χώρας που υπόκεινται στις ευρωπαϊκές συνθήκες ».


Είναι συζητήσιμο φυσικά, εάν μόνο η ΕΚΤ – και όχι και το σύνολο της Τρόικας (Ευρωπαϊκή Ένωση ,ΔΝΤ, και ΕΚΤ) –εκπροσωπεί το μαντρόσκυλο της νεοφιλελεύθερης λιτότητας, οπότε θα έφτανε να περιοριστεί η δράση της ή να ακυρωθεί για να αλλάξει η κατάσταση, αλλά αυτό είναι ένα ζήτημα που έχει σχετικά μικρότερη σημασία. Το βασικό είναι να αναγνωρίσουμε ότι τη Ε.Ε. και τις Συνθήκες της δεν μπορεί να τις αλλάξει μια κυβέρνηση από μόνη της, όσο αριστερή κι αν είναι αυτή.


Ο λόγος, σύμφωνα  με τον Λαφοντέν, περισσότερο και από ιδεολογικός είναι τεχνικός:

 «Αν μια κυβέρνηση στην οποία συμμετέχει η αριστερά δεν έχει στα χέρια της τα παραδοσιακά εργαλεία μακροοικονομικού ελέγχου, όπως την πολιτική των επιτοκίων, τη συναλλαγματική πολιτική και μια ανεξάρτητη δημοσιονομική πολιτική, τότε δεν θα μπορέσει να εφαρμόσει  αριστερές πολιτικές».

Σ’ αυτή ακριβώς τη θέση βρέθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, στους έξι μήνες που προηγήθηκαν της παράδοσης Τσίπρα στις 13, Ιουλίου: η πρόθεση να υλοποιηθούν, όσα προέβλεπε το προεκλογικό του πρόγραμμα συγκρούστηκε μετωπικά με την έλλειψη εργαλείων που είχαν προ πολλού μεταφερθεί στην ΕΕ και την ΕΚΤ, μαζί με ένα σημαντικό κομμάτι «κυριαρχίας».

Άψογο, στην επιστολή Λαφοντέν, και το σκεπτικό για την υποχρέωση μιας οποιαδήποτε κυβέρνησης, που λειτουργεί μέσα στα πλαίσια αυτού του θεσμικού πλαισίου, να προχωρεί σε  «περικοπές μισθών, περικοπές κοινωνικών δαπανών και τη διάλυση των δικαιωμάτων των εργαζομένων», με την ελπίδα να ανακτήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα η χώρα αναφοράς.

Ουδεμία αντίρρηση, τέλος, και ως προς την απόλυτη ειρωνεία με την οποία αντιμετωπίζει όλες αυτές τις βλακείες που προσπαθούν να συνδέσουν τη «ριζική αλλαγή της ΕΕ» με την ταυτόχρονη άνοδο στην κυβέρνηση, οποιασδήποτε χώρας, ενός ριζοσπαστικού συνασπισμού της αριστεράς:

    «Το να περιμένουμε να σχηματιστεί μια πλειοψηφία της αριστεράς σε όλα τα 19 κράτη μέλη (της ευρωζώνης, ΣτΜ) είναι σαν να περιμένουμε τον Γκοντό. Πρόκειται, βασικά, για μια πολιτική αυταπάτη, αφού τα σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης έχουν ασπασθεί το μοντέλο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής».


Αλλά η κάθε διάγνωση, όσο και ακριβής κι αν είναι, χρειάζεται και την ανάλογη  πρόβλεψη. Και εδώ οι υποστηρικτές του «Σχεδίου Β» γνώριζαν από την αρχή ότι μέχρι τώρα το μόνο που είχαν ήταν μια ιδέα σε  επίπεδο προσχέδιου. Αυτό  που προτείνει ο Λαφοντέν είναι:

 «Η επιστροφή σε ένα  Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (European  Monetary System, EMS) βελτιωμένο , που να επιτρέπει την  αναπροσαρμογή και την υποτίμηση κάθε νομίσματος. Ένα τέτοιο σύστημα θα ξανάδινε σε κάθε χώρα τον έλεγχο των κεντρικών τραπεζών τους και τα απαραίτητα περιθώρια ελιγμών για την επίτευξη σταθερής ανάπτυξης και την αύξηση της απασχόλησης μέσω της αύξησης των δημοσίων επενδύσεων ».

Αν το δούμε αφηρημένα, το επιχείρημα μπορεί να φαίνεται λογικό. Αλλά στην πράξη είναι αδύνατη μια επιστροφή στο παρελθόν. Ή τουλάχιστον δίχως πολύ σκληρές  συγκρούσεις, γενικευμένες τραγικές καταστάσεις, όσο και οι επαναστατικές ρήξεις, πρακτικά . Ή μια ριζική αναθεώρηση των ευρωπαϊκών συνθηκών - το ευρώ προβλέπεται σε συγκεκριμένη συνθήκη - που θα πρέπει να έχει την ομόφωνη υποστήριξη όλων των χωρών μελών. Η επιστροφή στο ΕΝΣ, στην πραγματικότητα, ισοδυναμεί με πρόταση μεταρρύθμισης της ΕΕ που έχει τα ίδια στρατηγικά προβλήματα που αντιμετώπισε ο ΣΥΡΙΖΑ
.

Το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται η οικοδόμηση της Ευρώπης έχει γίνει φανερό σε όλους.  Ο κίνδυνος μιας πιθανής έκρηξης έχει σχεδόν τις ίδιες πιθανότητες με αυτόν από μια βίαιη  συγκεντρωτική διαχείριση , και την απώλεια ορισμένων χωρών μελών στην πορεία (στη Γερμανία και αλλού είναι ζωντανή η συζήτηση για το Ν-ευρώ, δηλαδή για ένα ευρώ που θα αφορά μόνο τις χώρες του Βορρά) .

Γι 'αυτό και η ιδέα της διάσπασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης παίρνει όλο και περισσότερο τα χαρακτηριστικά μιας ρεαλιστικής στρατηγικής πρότασης, και σίγουρα όχι σε ένα πλαίσιο ήρεμης σταθερότητας. Για το θέμα αυτό έχει τώρα ανοίξει μια πραγματική συζήτηση, με τα πρόσφατα Ευρωμεσογειακά Φόρουμ στη Νάπολη, στην Αθήνα, στη Βαρκελώνη και την εκστρατεία Eurostop, για παράδειγμα. Ένα από τα χειρότερα χαρακτηριστικά του πολιτικού διαλόγου στην Ιταλία είναι πραγματικά ο απόλυτα αφαιρετικός τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται οποιαδήποτε υπόθεση μετασχηματισμού. Λες και οι πραγματικά μεγάλες «ριζικές» αλλαγές θα μπορούσαν ποτέ να γίνουν σε συνθήκες σαφείς και συγκεκριμένες, χωρίς να διαταραχτούν τα σημερινά επίπεδα παραγωγής και θεσμών  όπως είναι σήμερα .

Η συζήτηση σχετικά με τις προοπτικές μόλις έχει ξεκινήσει και αυτό που χρειάζεται είναι να αναλυθούν τα πράγματα εντελώς ψυχρά, πέρα από την άμεση συμμετοχή  σε οποιαδήποτε μορφής κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων. Η μόνη  υπόθεση που δεν έχει πλέον καμία νομιμοποίηση είναι βασικά η θλιβερή επανάληψη προσπαθειών  ομαδοποίησης χωρίς πραγματική πολιτική προοπτική και σχέδιο ρήξης με την υπάρχουσα κατάσταση, με σκοπό την επιβίωση.

*****

Επιστολή στην ιταλική αριστερά

Όσκαρ Λαφοντέν

 Αγαπητές συντρόφισσες, αγαπητοί σύντροφοι,

 «Η ήττα της ελληνικής κυβέρνησης υπό την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στο Γιουρογκρούπ έκανε την ευρωπαϊκή Αριστερά να αναρωτιέται για το ποιες είναι οι δυνατότητες μιας κυβέρνησης στην οποία ηγείται ένα αριστερό κόμμα, ή μια κυβέρνηση στην οποία συμμετέχει ένα αριστερό κόμμα ως εταίρος μειοψηφώντας, να εφαρμόσει μια πολιτική βελτίωσης της κοινωνικής θέσης των εργαζομένων, των συνταξιούχων, καθώς και των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ευρωπαϊκών Συνθηκών.
Η απάντηση είναι σαφής και κτηνώδης: δεν υπάρχουν οι δυνατότητες για μια πολιτική που αποσκοπεί στη βελτίωση της κοινωνικής κατάστασης του πληθυσμού, εφ 'όσον η ΕΚΤ, πέρα από κάθε δημοκρατικό έλεγχο, μπορεί να παραλύει το τραπεζικό σύστημα μιας χώρας που υπόκεινται στις Συνθήκες της ΕΕ .
Αν μια κυβέρνηση στην οποία συμμετέχει η αριστερά δεν έχει στα χέρια της τα παραδοσιακά εργαλεία μακροοικονομικού ελέγχου, όπως την πολιτική των επιτοκίων, τη συναλλαγματική πολιτική και μια ανεξάρτητη δημοσιονομική πολιτική, τότε δεν θα μπορέσει να εφαρμόσει  αριστερές πολιτικές.

Για να βελτιώσει  την ανταγωνιστικότητα της μια χώρα υπό την ομπρέλα του ευρώ, το μόνο που της απομένει με τους όρους που επιβάλλουν οι ευρωπαϊκές Συνθήκες  είναι η πολιτική μισθών, η κοινωνική πολιτική και οι πολιτικές της αγοράς εργασίας. Αν η ισχυρότερη οικονομία, η γερμανική ακολουθεί μια πολιτική μισθολογικού ντάμπινγκ στα πλαίσια  μιας νομισματικής ένωσης, τότε οι άλλες χώρες δεν έχουν άλλη επιλογή από το να εφαρμόσουν πολιτικές περικοπής μισθών, κοινωνικών δαπανών και διάλυσης των δικαιωμάτων των εργαζομένων, όπως επιτάσσει η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία. Αν,τώρα, η κυρίαρχη οικονομία ευνοείται από χαμηλότερα πραγματικά επιτόκια και τα οφέλη από ένα υποτιμημένο νόμισμα, οι υπόλοιποι  ευρωπαίοι δεν έχουν σχεδόν καμία τύχη. Η βιομηχανία των άλλων χωρών θα χάνει όλο και περισσότερο βάρος στην ευρωπαϊκή και τη μη ευρωπαϊκή αγορά.

Ενώ η γερμανική βιομηχανία σήμερα παράγει όσα παρήγαγε πριν από την οικονομική κρίση, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η Γαλλία έχει χάσει περίπου το 15% της βιομηχανικής παραγωγής της, η Ιταλία το 30%, Ισπανία το  35% και η Ελλάδα το 40 %.

Η ευρωπαϊκή δεξιά έχει ενισχυθεί και επειδή αμφισβητεί το ευρώ και τις ευρωπαϊκές  συνθήκες και επειδή στις χώρες μέλη αυξάνεται η συνειδητοποίηση ότι οι ευρωπαϊκές συνθήκες και το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα έχει δομικά προβλήματα

Όπως μας δείχνει το παράδειγμα της Γερμανίας, η ευρωπαϊκή δεξιά δεν νοιάζεται για τη συμπίεση των μισθών, την κατάργηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και των αυστηρών πολιτικών λιτότητας. Η δεξιά θέλει την επιστροφή στο εθνικό κράτος, προτείνοντας όμως οικονομικές λύσεις  που δεν είναι παρά εθνικιστικού τύπου παραλλαγές των  νεοφιλελεύθερων πολιτικών με τα ίδια αποτελέσματα : την αύξηση της ανεργίας,την αύξηση της επισφαλούς εργασίας και την παρακμή της μεσαίας τάξης.

Η ευρωπαϊκή αριστερά δεν έχει βρεί καμία απάντηση σε αυτή την πρόκληση, όπως μας δείχνει κυρίως το παράδειγμα της Ελλάδας.

Το να περιμένουμε να σχηματιστεί μια πλειοψηφία της αριστεράς σε όλα τα 19 κράτη μέλη (της ευρωζώνης,ΣτΜ) είναι σαν να περιμένουμε τον Γκοντό, πρόκειται βασικά για μια πολιτική αυταπάτη, μιας και τα σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης ακολουθούν το μοντέλο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής.

Ένα αριστερό κόμμα ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση πρέπει να βάζει τον τερματισμό των πολιτικών λιτότητας.

Ωστόσο, αυτό είναι δυνατό μόνο εάν στην Ευρώπη πάρει σάρκα και οστά ένα νομισματικό σύστημα που θα διαφυλάσσει την ευρωπαϊκή συνοχή, αλλά θα δίνει και τη δυνατότητα στις επιμέρους χώρες να εφαρμόζουν πολιτικές αναπτυξιακές και αύξησης της απασχόλησης, ακόμα και αν η μεγαλύτερη οικονομία ακολουθεί πολιτικές μισθολογικού ντάμπινγκ.

Απαραίτητη προϋπόθεση, η επιστροφή σ’ένα βελτιωμένο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (ΕΝΣ), που θα επιτρέπει και πάλι την  αναπροσαρμογή και την υποτίμηση των νομισμάτων. Ένα τέτοιο σύστημα θα ξανάδινε σε κάθε μεμονωμένη χώρα τον ευρύ έλεγχο των κεντρικών τραπεζών τους και τα απαραίτητα περιθώρια ελιγμών για την επίτευξη σταθερής ανάπτυξης και την αύξηση της απασχόλησης μέσω μεγαλύτερες δημόσιες επενδύσεις, αλλά και να αντιμετωπίσουν, μέσω της υποτίμησης, το άδικο μισθολογικό  ντάμπινγκ της Γερμανίας ή άλλου κράτους μέλους.

Το σύστημα αυτό λειτούργησε για πολλά χρόνια και απέτρεψε την εμφάνιση σοβαρών οικονομικών ανισορροπιών, όπως αυτές στη σημερινή ΕΕ.

Απευθυνόμενος στα ιταλικά συνδικάτα, θα ήθελα να τονίσω ότι το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (ΕΝΣ), δεν ήταν ποτέ τέλειο, αφού όπως ήταν κυριαρχούσε η Bundesbank. Αλλά στο σύστημα Ευρώ η απώλεια της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων με τις μειώσεις των μισθών (εσωτερική υποτίμηση) είναι μεγαλύτερη.

Σ’ εμένα ένα γερμανό παρατηρητή,μου είναι πολύ δύσκολο να κατανοήσω το λόγο που  η επίσημη Ιταλία ακολουθεί λίγο πολύ παθητική βλέποντας να μειώνεται κατά  30% το μερίδιο της βιομηχανίας της στην αγορά.

Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι και ο Μπέπε Γκρίλλο αμφισβητούν το σύστημα του ευρώ, αλλά αυτό δεν εμπόδισε το Γιουρογκρούπ να επιβάλει το μοντέλο των νεοφιλελεύθερων πολιτικών στην ιταλική πολιτική σκηνή.

Σήμερα, η ιταλική αριστερά είναι περισσότερο αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε.

Η απώλεια μεριδίου από την αγορά, η αύξηση της ανεργίας και της επισφαλούς απασχόλησης, με αποτέλεσμα τη συμπίεση των μισθών μπορεί να συμπίπτουν με τα  κοντόφθαλμα συμφέροντα των ιταλικών επιχειρήσεων, αλλά η ιταλική Αριστερά δεν μπορεί πλέον να στέκεται και να παρακολουθεί αυτή τη διαδικασία αποβιομηχάνισης.

Οι εξελίξεις στην Ελλάδα και στην Ισπανία, στη Γερμανία και στη Γαλλία, δείχνουν ότι ο κατακερματισμός της αριστεράς μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με μια διαδικασία ενοποίησης των αριστερών κομμάτων, αλλά κυρίως με τη συνάντηση όλων των καινοτόμων δράσεων εκτός παραδοσιακού πολιτικού κυκλώματος.

Μόνο μια αριστερά αρκετά ισχυρή στα αντίστοιχα εθνικά κράτη θα μπορέσει να αλλάξει τη ευρωπαϊκή πολιτική. Η Ευρωπαϊκή Αριστερά έχει ανάγκη τώρα από μια ισχυρή  ιταλική αριστερά .

Σας χαιρετώ θερμά από τη Γερμανία και σας εύχομαι κάθε επιτυχία στη διαδικασία οικοδόμησης μιας νέας ιταλικής αριστεράς.

* Ο Όσκαρ Λαφοντέν υπήρξε υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας και πρώην πρόεδρος του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD και του Αριστερού Κόμματος (το Die Linke)



------------------------------------------------------------------------------------------------------------
[*] Τι είναι η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (ΙΨΔ);
Πρόκειται για ψυχική διαταραχή η οποία ανήκει στις αγχώδεις διαταραχές. Ο ασθενής παγιδεύεται από μία σειρά επαναληπτικών σκέψεων, εικόνων ή παρορμήσεων (ιδεοληψίες) και επαναληπτικών συμπεριφορών (ψυχαναγκασμοί), που επηρεάζουν σημαντικά την καθημερινότητά του. Συχνά ο ίδιος αναγνωρίζει ότι είναι υπερβολικές ή παράλογες, αλλά νιώθει αναγκασμένος να σκέφτεται ή να δρα με τον τρόπο αυτό, γιατί διαφορετικά βιώνει έντονο άγχος.

Πάλι εκτεθειμένος ο Α. Φλαμπουράρης

Κάτι παραπάνω από εύγλωττα είναι τα ερωτήματα που θέτει η Ραχήλ Μακρή στον προσωπικό της λογαριασμός και απευθύνονται στον υπουργό Επικρατείας  Φλαμπουράρης. Μάλιστα αυτά τα ερωτήματα παίρνουν άλλη διάσταση αν τα συνδυάσει κανένας με το αποκαλυπτικό κείμενο που υπάρχει στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού  Unfollow που σχολιάζαμε στην ανάρτησή μας με τίτλο  «Κυβερνητοσυμμορίτες με βούλα Βρυξελλών με Ν. Παππά και Α. Φλαμπουράρη στις "βρόμικες" δουλειές».
Παραθέτουμε την ανάρτηση της πρώην βουλευτίνας και ελπίζουμε να υπάρξει κάποιος «αρμόδιος» να δώσει απαντήσεις

Τι γυρεύει ένας συνιδιοκτήτης εταιρείας κατασκευής οικοδομών, μέλος του ΔΣ του ΤΑΙΠΕΔ που διαχειρίζεται όλη την δημόσια περιουσία και ελεγχόμενος στη λίστα των 1.600 πλουσίων που παρέλαβε το ΣΔΟΕ από την «ομάδα Ράιχενμπαχ» στο Γραφείο του υπουργού Επικρατείας ως ειδικός σύμβουλος σε θέματα πολεοδομίας; 

Εχει καμιά δουλειά με τον πολεοδομικό σχεδιασμό και τα πολεοδομικά έργα ο Φλαμπουράρης; Αυτά είναι αρμοδιότητας Των υπουργών ΠΕΚΑ. 

Οι αρμοδιότητες που ο πρωθυπουργός Τσίπρας εκχώρησε στον υπουργό Φλαμπουράρη είναι να «υποστηρίζει τις ενέργειες και τις δράσεις του πρωθυπουργού που αποβλέπουν στη διασφάλιση της ενότητας της κυβέρνησης και της συνοχής του κυβερνητικού έργου», άρα καμία σχέση με 
πολεοδομικά ή μήπως όχι;

Διαβάζουμε στην απόφαση του υπουργού, ότι υπάρχει «ανάγκη εξασφάλισης παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών από εμπειρογνώμονα ειδικό σε ζητήματα σχεδιασμού και προγραμματισμού πολεοδομικών έργων αρμοδιότητας του υπουργού Επικρατείας».

Καταλάβατε τώρα τι ρόλο βαράνε.



 Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η προηγούμενη ανάρτηση στο f./b  της Ραχήλ Μακρή σύμφωνα με την οποία:

Διορισμός του διαχειριστή του Olympia.gr στο υπουργείο εθνικής άμυνας για να εκτελεί συμβόλαια πολιτικής εξόντωσης των βαριδίων και ιδιαίτερα της πρώην προέδρου της Βουλής κ Ζωης κωνσταντοπουλού. Δημοσιεύματα ψευδή, συκοφαντικά, κατ' εντολή του πολιτικού του προϊσταμένου λίγο πριν τις εκλογές. Αντί να τους πληρώνει για τις υπηρεσίες τους, τους πληρώνει το υπουργείο. 




[--->]