Ποζάτος πολιτικάντης



Να’ σαι το χειρότερο πλάσμα, το πιο χαμένο απόρριμμα της τύχης,
ζεις πια μ’ ελπίδες, δε φοβάσαι. Το καλύτερο να το λυπάσαι όταν αλλάζει.
Κόσμε, κόσμε, ω , κόσμε! Αν δεν μας κάνανε να σε μισούμε αυτά σου
τα ξαφνικά αλλαξογυρίσματα, η ζωή ποτέ δε θα παραδινότανε στα χρόνια.
Δεν έχω δρόμο, τι μου χρειάζονται τα μάτια !
Σαν έβλεπα, όλο σκόνταβα. Είναι αποδειγμένο : σαν τα’ χουμε όλα, είμαστε ξένοιαστοι και μόνο στις σακατιές μας δοκιμάζονται οι βολές μας.
…Και σε χειρότερα μπορεί να πέσω ακόμη
και το χειρότερο δεν είναι αυτό, όσο λέμε «αυτό’ ναι το χειρότερο».
Είδα στη μπόρα εχτές τη νύχτα έναν κακόμοιρο
Τέτοιον , που μου ‘φερε τη σκέψη πως ο άνθρωπος είναι σκουλήκι.
Είναι η αρρώστια  του καιρού μας, να οδηγούνε τρελοί στραβούς.
Κάμε όπως σου είπα ή, καλύτερα κάμε όπως σ’ αρέσει.
Δίχως μάτια και λεφτά στην τσέπη.


Μπορεί να ιδεί κανείς πώς πάει ο κόσμος χωρίς μάτια.
Κοίταξε με τ’ αφτιά σου,δες εκείνον τον δικαστή πώς κατσαδιάζει εκείνον τον μισο-
κούτελο τον κλέφτη . Άκου τώρα στ’ αφτί άλλαξέ τους  τις θέσεις και,κάτω χέρι –πάνω χέρι, ποιος είναι ο δικαστής ,ποιος είναι ο κλέφτης;-
Έχεις δει μαντρόσκυλο να γαβγίζει ζητιάνο ;Και να τρέχει ο φουκαράς κι ο σκύλος να τον κυνηγάει ;
Ε, τότε είδες την επίσημη εικόνα της εξουσίας. Κι ένας σκύλος ακούγεται ,άμα είναι της υπηρεσίας.—
Ε, συ , βρωμιάρη χωροφύλακα κράτα το χέρι σου το ματωμένο!
Τι τη βαράς αυτή την πόρνη με το βούρδουλα;
Δείρε τη ράχη σου, γιατί σε καίει η λαχτάρα, γι αυτό που τη βαράς, να το ‘κανες μαζί της.—
Τον κατεργάρη τον κρεμάει ο τοκογλύφος.
Ανάμεσα απ’ τα τρύπια ρούχα ξεπροβάλλουν κι οι πιο ψιλές κακίες φορέματα και γούνες τα κρύβουν όλα.
Ντύσε το έγκλημα με θώρακα χρυσάφι, κι  έσβησε η σκληρή του νόμου λόγχη, χωρίς να το πειράξει.
Ντύσ’  το με κουρέλια, κι ένας τζουτζές μ’ ένα άχυρο το τρύπησε.
Κανείς δε φταίει , κανείς σου λέω, κανείς τους δίνω δίκιο. Φίλε, μάθε το από μένα,
Που’ χω τη δύναμη τα χείλη να σφραγίσω του κατηγόρου.
Πάρε μάτια γυάλινα και, σαν ποζάτος πολιτικάντης, να καμώνεσαι πως βλέπεις πράματα που δεν τα βλέπεις.



[Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Βασιλιάς Ληρ, πράξη iv,σκηνή I,vi,μετάφραση Βασίλης Ρώτας]