Ότι και να γίνει, η Μαδρίτη έχει χάσει




 του Marco Santopadre

Πριν λίγες ημέρες ο ισπανός πρωθυπουργός ήταν αυτός που ανακοίνωσε την σκλήρυνση της καταστολής με μια φράση την οποία ελάχιστα διεθνή μέσα ενημέρωσης πρόβαλλαν: «Μη μας αναγκάζετε να κάνουμε αυτό που δεν θέλουμε»

Η κυβέρνηση της Μαδρίτης θα μπορούσε να μπλοκάρει τον οδικό χάρτη της ανεξαρτησίας προτείνοντας μια διέξοδο πολιτική. Ο Ραχόι τότε,θα έβρισκε μια ενθουσιώδη ανταπόκριση από την πλευρά των σοσιαλιστών και του ίδιου του Ποδέμος  αν είχε προτείνει στη Βαρκελώνη μια μεταρρύθμιση του βαθμού αυτονομίας της Καταλονίας (την ίδια που αρνήθηκε πριν λίγα χρόνια). Με τον τρόπο αυτό  οι ισπανοί εθνικιστές θα προκαλούσαν σημαντικά ρήγματα στον στρατόπεδο των οπαδών της ανεξαρτησίας της Καταλονίας , αποσπώντας από αυτό  το κομμάτι του PDeCAT (Δημοκρατικό Ευρωπαϊκό Καταλανικό Κόμμα),το οποίο θα προτιμούσε να αποφύγει την αντιπαράθεση και να συνεχίσει να επιπλέει σε μια κατάσταση - αυτονομία εντός του ισπανικού κράτους – από την οποία κέρδισαν πολλά οι  φιλελεύθερο-συντηρητικοί της Βαρκελώνης.

Ένα σημαντικό κομμάτι, ίσως όχι η πλειονότητα, του  καταλανικού εθνικιστικού στρατοπέδου, στην πραγματικότητα,  αναγκάστηκε να αγκαλιάσει το αίτημα της απόσχισης από τη Μαδρίτη μετά από χρόνια λαϊκών κινητοποιήσεων και από την πίεση μιας ανεξαρτησιακής και ριζοσπαστικής αριστεράς που είδε να αυξάνονται σημαντικά οι δυνάμεις της τα τελευταία χρόνια.

Για δεκαετίες, το κόμμα της μικρομεσαίας  καταλανικής αστικής τάξης, Convergenza Democratica  (Δημοκρατική Σύγκλιση), το οποίο πρόσφατα μετονομάστηκε σε Δημοκρατικό Κόμμα της Καταλονίας, εκμεταλλεύτηκε το αίτημα για ανεξαρτησία προκειμένου να της παραχωρήσει η  Μαδρίτη το μονοπώλιο της εξουσίας σε τοπικό επίπεδο. Με αντάλλαγμα την υποστήριξη των κυβερνήσεων των ισπανικών εθνικιστικών κόμματων και το ρόλο του αναχώματος που έπαιζε απέναντι στις κινητοποιήσεις και στο αίτημα για πραγματική ανεξαρτησία, το κόμμα του επιχειρηματία Jordi Pujol και, στη συνέχεια, του Artur Mas διαχειρίστηκε  ανενόχλητο τα τοπικά ζητήματα με πελατειακές μεθόδους και ένα υψηλό επίπεδο διαφθοράς.

 Το λαϊκό κίνημα της Καταλονίας  αναπτύχθηκε, και ενισχυσε την ανεξαρτησιακή αριστερά και τις συνεταιριστικές ενώσεις της Καταλονίας, στον αγώνα κατά  των  φιλελεύθερων και αυταρχικών πολιτικών και τη διαφθορά των ηγετών του, καθώς και τις άγριες περικοπές  στο κράτος πρόνοιας της  τρόικας τις οποίες διαχειρίστηκε η  Μαδρίτη.

Η πολιτική και κοινωνική ισορροπία που εγκαινιάστηκε με τη συμφωνία που οδήγησε στο Σύνταγμα του 1978 έπαψε να ισχύει τα τελευταία χρόνια: όχι μόνο το  καταλανικό εθνικιστικό κίνημα μετατοπίστηκε σημαντικά προς τα αριστερά, αλλά αγκάλιασε το αίτημα της ανεξαρτησίας με αποφασιστικότητα, βάζοντας στην άκρη τους αρχηγούς του φιλελεύθερου-συντηρητικού κόμματος  οι οποίοι υποχρεώθηκαν να προσαρμόσουν τη θέση τους για να μην ξεπεραστούν. Παρά την αλλαγή του παραδείγματος, οι κεντρώοι του προέδρου Puigdemont εξακολουθούν να χάνουν δυνάμεις και στις δημοσκοπήσεις, φαίνεται πως τους έχει περάσει κατά πολύ η Esquerra Republicana (εθνικιστική σοσιαλδημοκρατική αριστερά) αλλά πιέζονται και από τα αριστερά αντικαπιταλιστικά σχήματα που συμμετέχουν στην  
CUP (Cup, Υποψηφιότητα  Λαϊκής Ενότητας).

 Ένα άνοιγμα από τη μεριά της Μαδρίτης θα μπορούσε , όπως προαναφέρθηκε, να αποδυναμώσει το μέτωπο υπέρ του δημοψηφίσματος καινα  αναβάλει τουλάχιστον τη σύγκρουση για αρκετά χρόνια, ενισχύοντας τις δυνάμει υπέρ της περιφερειοποίησης και τις αυτονομιστικές  σε σχέση με τις αυθεντικά ανεξαρτησιακές δυνάμεις και  τις αριστερές .

Αλλά το Βασίλειο της Ισπανίας, κληρονόμος της δικτατορίας του Φράνκο και πιο πριν του Primo de Rivera, δεν είναι ούτε Αγγλία ούτε Καναδάς. Ο ισπανικός σοβινιστικός εθνικισμός δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί το βασικό ζήτημα ένταξης  και ταυτοποίησης του μέσου ισπανού, τον οποίο κραδαίνει σαν ρόπαλο εναντίον της εξέγερσης των  Βάσκων και τώρα κατά των μαζικών κινήσεων χειραφέτησης της Καταλονίας. Όχι μόνο το Λαϊκό Κόμμα,ο κληρονόμος της Φάλαγγας, αλλά και οι  Ciudadanos (οι Πολίτες) και οι περισσότεροι Σοσιαλιστές δεν μπορούν να απαλλαγούν από μια επιθετική εθνικιστική στάση. Όχι μόνο επειδή τη  θεωρούν θεμελιώδους σημασίας για την πολιτική τους ταυτότητά, αλλά και επειδή από αυτήν κερδίζουν από πολιτική-εκλογική άποψη.

 Μια ήττα «στρατηγικής» σημασίας του Λαϊκού Κόμματος μπροστά στα αιτήματα των Βάσκων και της Καταλονίας θα μπορούσε να κοστίσει πολύ ακριβά  στον Ραχόι με την κατάρρευση της συναίνεσης και ίσως τη γέννηση μιας σημαντικής πολιτικής δύναμης στα δεξιά του. Ο ισπανικός εθνικισμός είναι ταυτόχρονα ευλογία για την  ισπανική πολιτική τάξη, αφού την στήριξε εκτρέποντας την  προσοχή του κόσμου από τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα στα παραπτώματα των τρομοκρατών,αλλά και κατάρα, αφού την εμποδίζει να βρει μια μη τραυματική και αποδεκτή λύση με τη Βαρκελώνη και το Μπιλμπάο.

Το κλείσιμο, η αδιαλλαξία της Μαδρίτης και των θεσμών της έναντι των αξιώσεων της Καταλονίας έφεραν το αντίθετο αποτέλεσμα από το αναμενόμενο : συσπείρωσε ακόμα περισσότερο το εθνικιστικό καταλανικό μέτωπο, υποτάσσοντας τη θέση των
υποστηρικτών της περιφερειοποίησης και των

  αυτονομιστών σε αυτή των ανεξαρτησιακών . Επιπλέον, η καταστολή που εξαπέλυσε τις τελευταίες ημέρες υποχρέωσε  τις φεντεραλιστικές καταλανικές και ισπανικές δυνάμεις  - κυρίως τους Ποδέμος και τα κεντροαριστερά κόμματα που αναφέρονται στην δήμαρχο της Βαρκελόνης  Ada Colau  να προσεγγίσουν το μέτωπο της ανεξαρτησίας, παρά το ότι δεν συμφωνούν με το σύνθημα του διαχωρισμού και της ανυπακοής, και τελευταία, της ανεξαρτησίας. «Δεν  τίθεται  ζήτημα ανεξαρτησίας ή μη, πρόκειται για θέμα δημοκρατίας και ελευθερίας» επαναλαμβάνουν τις τελευταίες ημέρες οι συνεργάτες του Ιγκλέσιας και  της Colau. 

Αυτό που κινητοποιεί ολοένα και ευρύτερους  τομείς της κοινωνίας και οριζόντια - σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις το 80-85% των Καταλανών - δεν είναι πλέον ούτε το αίτημα της ανεξαρτησίας αυτό καθαυτό, όσο η επιθυμία να μπορούν να ψηφίσουν, να εκφράσουν τη γνώμη τους, να αποφασίσουν.

Στην κυριολεξία, μεγάλα τμήματα του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Καταλονίας, το οποία τα τελευταία χρόνια έχει ήδη χάσει μεγάλο μέρος των δυνάμεων του που προσχώρησαν στο αποσχιστικό ή  φεντεραλιστικό στρατόπεδο, όξυνε την κριτική του όχι μόνο κατά του Ραχόι, αλλά και στο μητρικό του στη Μαδρίτη, το οποίο είναι πολύ ανεκτικό στην επίδειξη δύναμης του Λαϊκού Κόμματος.

Ίσως οι επιδρομές της ισπανικής αστυνομίας στην Καταλονία να καταφέρουν ένα σοβαρό πλήγμα  στον εκλογική μηχανισμό που είχε ετοιμάσει η κυβέρνηση της Καταλονίας, ίσως οι αυτονομιστές να μην μπορέσουν να στείλουν στις κάλπες εκατομμύρια πολίτες σε συνθήκες πραγματικής στρατιωτικής κατοχής της Καταλονίας. Ίσως οι συλλήψεις και οι κατασχέσεις να μην επιτρέψουν στους Καταλανούς να αποφασίσουν. Σε κάθε περίπτωση,όμως, η βίαιη καταστολή που επιβάλλει ο Ραχόι με τη συνενοχή του Ισπανικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (PSOE) και των Ciudadanos (Πολίτες) και τον ενθουσιασμό των πιο αντιδραστικών κύκλων θα δικαιώσουν το στρατόπεδο που τάσσεται υπέρ της  ανεξαρτησίας. Η χρήση ωμής βίας από τη Μαδρίτη αποδεικνύει την πλήρη αδυναμία της εθνικιστικής ισπανικής άρχουσας τάξης να κρατήσει την Καταλονία και να μοιραστούν ένα κοινό πεπρωμένο, με την πειθώ και όχι με την βία.

Όποια κατάληξη κι αν έχουν τα πράγματα, θα επικρατήσει η δύναμη και όχι η δημοκρατία και ένα κοινό εθνικό σχέδιο  αποκλεισμού εθνοτήτων που ακολούθησαν τον τελευταίο αιώνα δύο δικτατορίες και η αυτομεταρρύθμιση του καθεστώτος του Φράνκο - με τη δημιουργία του «καθεστώτος του '78» - θα έχει  χάσει το οποια κατάλοιπο νομιμοποίησης, όχι μόνο στα μάτια των Καταλανών, αλλά και των άλλων εθνοτήτων οι οποίες στο κλουβί του Βασιλείου της Ισπανίας αισθάνονται φυλακισμένες.

Αν  δεν αντιλαμβάνεται κανείς πώς και γιατί έφτασαν στην διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος το οποίο αποτελεί μια πράξη ρήξης κατά του ισπανικού κράτους δικαίου και τη δημιουργία μιας αντιεξουσίας,τότε δεν μπορεί παρά να κάνει μια λάθος ανάγνωση της κατάστασης.

Οι συνήθεις κρίσεις που είναι της μόδας μιας ιδεολογικής όσο και αφηρημένης και ανενημέρωτης αριστεράς - «οι Καταλανοί είναι όπως η ιταλική Λέγκα του Βορρά», «οι Καταλανοί θέλουν να φύγουν επειδή είναι πλούσιοι «- δεν στηρίζονται σε καμία σοβαρή συγκεκριμένη ανάλυση, ιστορικά και πολιτικά.

Aπό πολιτική σκοπιά το  «ζήτημα της Καταλονίας»- που σε τελευταία ανάλυση είναι το ζήτημα του ισπανικού κράτους, καρπός μιας ημιτελούς διαδικασίας εθνικής συγκρότησης και συνεπώς αυταρχικό - γεννήθηκε το δέκατο ένατο αιώνα, η οποία με τη σειρά της έρχεται από πολύ πίσω. Δεν έχει καμία σχέση με τις πολύ πρόσφατες αυτονομιστικής αξιώσεις τις τελευταίες δεκαετίες  από τα μικρομεσαία στρώματα της αστικής τάξης ορισμένων περιοχών της Ευρώπης, τα οποία συνθλίβονται και αποδυναμώνονται από τη διαδικασία της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και την τάση ιεραρχικοποίησης  και συγκέντρωσης του πλούτου και της εξουσίας και προσπαθούν να αποκόψουν  μια ελεύθερη ζώνη και να προσδεθούν στη γερμανική άμαξα. 

Από αυτή την άποψη,- τα γεγονότα που οδήγησαν στη σύγκληση των δημοψηφισμάτων για μεγαλύτερη αυτονομία στο Βένετο και  στη Λομβαρδία (και πολύ  σύντομα μπορεί να προστεθεί και η Εμίλια Ρομάνια) δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που συμβαίνει στην Καταλονία. 

Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι ένα μέρος των  καταλανών θέλει την  ανεξαρτησία επειδή έτσι πιστεύει ότι θα της μείνουν οι πόροι που αυτή τη στιγμή κατευθύνονται στις πιο φτωχές περιοχές της χώρας κάτι που προβλέπεται στα πλαίσια  του ισπανικού ενιαίου κράτους .

 Όπως είναι και αλήθεια ότι οι περισσότεροι από τους αυτονομιστές δεν συμμερίζονται αυτή την εγωιστική άποψη, και ότι το καταλανικό εθνικό κίνημα χειραφέτησης έχει ένα προοδευτικό πρόσημο, χωρίς αποκλεισμούς, αλληλεγγύη, καρπός  της δύναμης και των παραδόσεων των ταξικών δυνάμεων και των συνδικαλιστικών οργανώσεων και της παραδοσιακής αγωνιστικότητας του καταλανικού λαού. 

Αντίθετα, οι υποστηρικτές  των δημοψηφισμάτων σε Λομβαρδία και Βένετο προσπαθούν να επωφεληθούν από μια επιχείρηση  αναμόρφωσης  των χωρών της ηπείρου, που ξεκίνησε πριν από δεκαετίες από τη Γερμανία και επεκτείνετε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με βάση τις δικές της οικονομικές και στρατηγικές  της ανάγκες. 

Μεγαλύτερη διοικητική και οικονομική αυτονομία στις περιοχές που από μόνες τους παράγουν ένα σημαντικό μερίδιο του ιταλικού ΑΕΠ και την πλειονότητα των εξαγωγών, συμφωνεί απόλυτα  με την ανάγκη του Βερολίνου και των Βρυξελλών να εντάξουν άμεσα  ορισμένες ενδιαφέρουσες και ελκυστικές περιοχές άλλων  χωρών στο δικό τους μηχανισμό άμεσης διακυβέρνησης, αφήνοντας  απ’ έξω  τις λιγότερο ελκυστικές περιοχές (για παράδειγμα, το νότο της Ιταλίας του οποίου τα όρια όλο και μετακινούνται προς το βορά ...). 

Αντίθετα, η ρήξη  της Καταλονίας με το ισπανικό κράτος προκαλεί αστάθεια και στη Μαδρίτη και στις Βρυξέλλες, η οποία επιβεβαιώνει, αν και με διαφορετικές αποχρώσεις ανάλογα με τους διαφορετικούς ηγέτες και τις διαφορετικές χώρες, την υποστήριξή  της στο Ραχόι και το απαραβίαστο των συνόρων. Η ΕΕ προτιμά πολύ περισσότερο μια πλούσια αυτόνομη Καταλονία εντός του ισπανικού κράτους παρά τη ρήξη μεταξύ Βαρκελώνης και  Μαδρίτης.

Από την άποψη αυτή κάποιες αινιγματικές δηλώσεις της διπλωματίας της Ουάσιγκτον  - «θα συνεργαστούμε με την κυβέρνηση ή τον φορέα που θα νομιμοποιηθεί με δημοψήφισμα», δήλωσε ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Heather Nauert,  στις 14 Σεπτεμβρίου - δείχνουν το ενδιαφέρον των ΗΠΑ σε μια ενδεχόμενη αποδυνάμωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης που απορρέει από την ανεξαρτησία της Καταλονίας.

Αν  στην περίπτωση των αυτονομιστικών περιοχών της Βόρειας Ιταλίας η διεκδίκηση της Λέγκας δεν είναι παρά ο καρπός και η έκφραση της κινητοποίησης  μιας και μόνο πολιτικής οικογένειας, στη περίπτωση της Καταλονίας η αυτονομιστική κινητοποίηση τέμνει εγκάρσια τις πολιτικές δυνάμεις και είναι η φιλοδοξία ενός ολόκληρου λαού.

Και επιπλέον: αν στην περίπτωση  της Λομβαρδίας-Βενετίας οι επιχειρηματικές τάξεις είναι οι υποστηρικτές της διαδικασίας αυτονόμησης που θα μπορούσε να ενισχύσει και να αναζωογονήσει το ρόλο τους στα πλαίσια ενός οικονομικού ευρωπαϊκού δικτύου όλο και πιο συγκεντρωτικό , στην Καταλονία η μεγάλη και η μεσαία αστικήτάξη τάσσονται σαφώς εχθρικά απέναντι  στην ανεξαρτησία και στο δημοψήφισμα της πρώτης του Οκτώβρη, θεωρώντας το εμπόδιο στην ένταξή τους στην  ισπανική αστική τάξη που τους εξασφαλίζει ισχύ και διεθνή προβολή  (για παράδειγμα στις  πρώην αποικίες της Λατινικής Αμερικής). 

 Οι εμπρηστικές δηλώσεις του Συλλόγου Βιομηχανιών της Καταλονίας κατά της απόσχισης είναι με αυτήν την έννοια περισσότερο και από σαφείς και αν δεν ληφθούν υπόψη θα πρόκειται για σοβαρό λάθος. Κανείς δεν μπορεί να μένει  αδιάφορος, όταν όλα σχεδόν τα καταλανικά συνδικάτα, συμπεριλαμβανομένων και αυτών με ισπανική παράδοση, είναι ενάντια στο κράτος, ή όταν χιλιάδες λιμενεργάτες στα λιμάνια της Βαρκελώνης και της Ταρραγόνας μποϊκοτάρουν τον κατασταλτικό μηχανισμό που εγκατέστησε η Μαδρίτη στην Καταλονία.

Συνυπολογίζοντας το ρόλο της ανεξαρτησιακής αριστεράς στη διαδικασία εθνικής χειραφέτησης του καταλανικού λαού,με τον εχθρικό ρόλο της καταλανικής αστικής τάξης στο αίτημα της ανεξαρτησίας, την μεγάλη παράδοση σε δημοκρατικούς και αντιφασιστικούς αγώνες της Βαρκελώνης, τα αντικειμενικά προβλήματα που η απόσχιση από τη Μαδρίτη θα μπορούσε να δημιουργήσει σε ένα κράτος αυταρχικό και διεφθαρμένο, για να μην αναφερθούμε στην αστάθεια που δημιουργείται στα στενά πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορούμε παρά να αξιολογήσουμε θετικά τις πιέσεις χειραφέτησης του καταλανικού λαού.

 Το να συντάσσεται κανείς υπέρ του σημερινού στάτους κβο, υπερασπιζόμενος τη νομιμότητα - που είναι ο καρπός των σχέσεων εξουσίας που συχνά ελάχιστη σχέση έχει με τη δικαιοσύνη - θα ήταν ένα σοβαρό λάθος, κυρίως για τις δυνάμεις που επικαλούνται την αλλαγή και την κοινωνική πρόοδο. Η υπόθεση της Καταλονίας θα μπορούσε να είναι μια εξαιρετική ευκαιρία για την αριστερά και τους κομμουνιστές, να αντιμετωπίσουν με σοβαρότητα το ζήτημα του εθνικού ζητήματος, ξεκινώντας από τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης.

 Τα εθνικά αιτήματα όχι μόνο εξακολουθούν ακόμα να υφίστανται, και ειδικότερα εντός των συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ιταλικού κράτους, αλλά λόγω της οικονομικής κρίσης και της απώλειας νομιμότητας των μηχανισμών τυπικής δημοκρατίας που ακυρώθηκαν από τον συγκεντρωτικό χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανακτούν την ορμή τους και γίνονται τρομερό εργαλείο κοινωνικής και πολιτικής κινητοποίησης. Το να κρύβει κανείς το  κεφάλι του στην άμμο ή να τάσσεται υπέρ  των κρατών και εναντίον των λαών δεν χρησιμεύει  σε τίποτε άλλο παρά μόνο στο  να γίνεται η αριστερά ακόμη πιο περιττή και άχρηστη.

Ανεξαρτησία της Καταλονίας και ταξική πάλη



 


 Συνέντευξη με τον Quim Arrufat της  CUP



Διεθνιστής  και εξέχον μέλος της εθνικής γραμματείας του πολιτικού σχήματος  CUP (Υποψηφιότητα Λαϊκής Ενότητας), ο Quim Arrufat είναι σημείο αναφοράς της ανεξαρτησιακής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς στην Καταλονία και όλο το ισπανικό κράτος. Στη συνέντευξη, μας εξηγεί τους λόγους του δημοψηφίσματος για τη δημιουργία μιας Καταλανικής Δημοκρατίας. Σκέψεις χρήσιμες προκειμένου να ξεκαθαρίσουν ορισμένα πράγματα  που δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά στην Ιταλία. Οι μηντιακές αφηγήσεις των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης, και η έλλειψη γνώσης για την πραγματική κοινωνική και λαϊκή δυναμική της Ιβηρικής Χερσονήσου, συχνά ισοπεδώνουν τη συζήτηση για καθαρά θεσμικά και κομματικά ζητήματα μιας χώρας, της Ισπανίας, που στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο περίπλοκη, και γίνεται όλο και περισσότερο αναγκαίος ο διάλογος για να ανοιχτούν  χώροι  οικοδόμησης της πολιτικής .

Θα πρέπει πριν απ’ όλα να θυμηθούμε  ότι το ισπανικό κράτος είναι μια αυτοκρατορία. Πάνω στην ιδέα μιας Ισπανίας «ενιαίας, μεγάλης και ελεύθερης» ,η ισπανική αστική τάξη έβαλε ιστορικά τις βάσεις για την  αυτοκρατορική επέκταση της στη Λατινική Αμερική και την καταστολή των εθνικών κοινοτήτων που ζουν μέσα στα ίδια σύνορα: Βάσκοι, Καταλανοί, Γαλικιανοί , κλπ. Για να καταλάβετε, όπως εξομολογήθηκε ο ίδιος (ο πρώην) βασιλιάς, μια μέρα πριν το θάνατό του, ο δικτάτορας Φρανσίσκο Φράνκο ζήτησε μόνο ένα πράγμα από την «υψηλότητά του» το Βουρβόνο Χουάν Κάρλος τον Α’: τη διατήρηση της ενότητας του ισπανικού κράτους. Στην πραγματικότητα, η μετάβαση (από τη φασιστική δικτατορία στο διεφθαρμένο σύστημα εναλλαγής  των κομμάτων) έγινε με δύο αδιαπραγμάτευτες προϋποθέσεις: τη διατήρηση του καπιταλιστικού οικονομικού μοντέλου και την καταστολή κάθε πολιτικής επιλογής υπέρ της ανεξαρτησίας.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η οικονομική και πολιτική ελίτ που κυβερνά το ισπανικό κράτος (η ίδια από την εποχή του καθεστώτος του Φράνκο), έχει πλήρη επίγνωση ότι μια συνταγματική διαδικασία στα πλαίσια του κράτους θα μπορούσε να ανοίξει σενάρια ριζικού μετασχηματισμού πάνω σε δημοκρατική και προοδευτική κατεύθυνση. Ετσι, τα τελευταία πενήντα χρόνια, το ισπανικό κράτος προσπάθησε να εξοντώσει φυσικά, με νόμιμη καταστολή και με ένα σκληρό βρώμικο πόλεμο, τους βάσκους αυτονομιστές. Σήμερα λοιπόν, βρίσκεται σε εξέλιξη ένα φασιστικό πραξικόπημα εναντίον της Καταλονίας που προχώρησε στην κήρυξη δημοψηφίσματος.

Βέβαια, η καταλανική αστική τάξη είχε και εξακολουθεί να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαδικασία προς το δημοψήφισμα, αλλά η πορεία των γεγονότων επιτρέπει στην αντικαπιταλιστική αριστερά, που συγκεντρώνεται στο σχηματισμό  Υποψηφιότητα Λαϊκής  Ενότητας (Cup ), να παίζει ένα όλο και   πιο σημαντικό ρόλο, στο ζήτημα της ανεξαρτησίας. Αυτός ο δημιουργικός και αποτελεσματικός πολιτικός  σχηματισμός βασίζει τις πολιτικές του προτάσεις στη συμμετοχή της βάσης και τη λαϊκή εξουσία, υποστηρίζοντας την αυτοδιάθεση και την ανεξαρτησία του καταλανικού λαού ως μια ευκαιρία για τον εκδημοκρατισμό του κράτους. Επιπλέον, όπως είπε ο μεγάλος διανοούμενος από τη  Γαλικία, Alfonso Castelao: «Para que España sea roja, republicana y roja, anteriormente esta España tendrá que estar rota».

Για όλους αυτούς τους λόγους, στη Χώρα των Βάσκων, την Ανδαλουσία, τη Μαδρίτη, συνδικάτα και λαϊκές οργανώσεις βγήκαν στους δρόμους για να υπερασπιστούν το δημοψήφισμα στην Καταλονία. Ελπίζουμε στη συνέχεια, ότι η συνέντευξη με τον Quim Arrufat  να βοηθήσει ώστε να παρθούν πρωτοβουλίες αλληλεγγύης (ήδη έχουν ξεκινήσει σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας), στον καταλανικό λαό , ενάντια στην αστυνομική και στρατιωτική καταστολή της κυβέρνησης του Λαϊκού Κόμματος.

 ------------------

Για εσάς που εκφράζετε το λαϊκό και αντικαπιταλιστικό αίσθημα , ποια θεωρείται ότι είναι η πολιτική σημασία αυτής της δημοκρατικής διαδικασίας που οδήγησε στην προκήρυξη του δημοψηφίσματος; Γιατί οι λαϊκές τάξεις θα πρέπει να το υποστηρίξουν;

Την τελευταία δεκαετία, οι λαϊκές τάξεις της Ισπανίας έχουν αναπτύξει ένα κοινό τρόπο πολιτικής ανάγνωσης του  καθεστώτος που προέκυψε  από τη συμφωνία μετάβασης από τον φασισμό το '78. Είναι σαφές ότι το παιχνίδι με τα ισπανικά εθνικιστικά κόμματα παίζεται σε ένα επίπεδο  φαινομενικά δημοκρατικό, το οποίο όμως στην πραγματικότητα είναι στημένο, αφού κερδίζουν πάντα οι ίδιοι. Έτσι, εδραιώθηκε ένα οικονομικό καθεστώς ολιγαρχικής φύσης  και μια πολιτική δύναμη αντίθετη με τα λαϊκά συμφέροντα.

Επομένως, θα πρέπει  να ανατραπεί το καθεστώς που επιβλήθηκε από τη μετάβαση, και ως προς αυτό υπάρχουν δύο διαφορετικές επιλογές. Η πρώτη επιλογή, είναι η νίκη σε κρατικό επίπεδο εναλλακτικών πολιτικών δυνάμεων (κυρίως οι Ποδέμος και διάφορες τοπικές και προοδευτικές ανεξαρτησιακές δυνάμεις). Η επιλογή αυτή πέρυσι έφθασε στο όριο του 20% των ψήφων, το οποίο πέτυχαν  στις εκλογές  οι Ποδέμος, ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα, αλλά αρκετά μακριά από τα 2/3 του Κοινοβουλίου που απαιτούνται για να αλλάξει το Σύνταγμα.

Η δεύτερη επιλογή είναι η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος στην Καταλονία, η οποία θα επιτρέψει το άνοιγμα μιας δημοκρατικής διαδικασίας, με στόχο να οριστούν νέοι κανόνες του παιχνιδιού, τουλάχιστον σε μια πιθανή Δημοκρατία της Καταλονίας. Ωστόσο, ένα δημοψήφισμα στην Καταλονία δεν πρόκειται να γίνει ποτέ με τη συγκατάθεση του καθεστώτος, και γι 'αυτό, με μια πλειοψηφία στο κοινοβούλιο της Καταλονίας  των αυτονομιστικών δυνάμεων , οργανώσαμε το δημοψήφισμα χωρίς να ζητήσουμε την άδεια του  ισπανικού κράτους.

Επιστρέφοντας  στο αρχικό ερώτημα, επομένως, είναι σωστό να υποστηρίζουμε την ανακήρυξη ενός δημοψηφίσματος δεσμευτικού για τη δημιουργία μιας Δημοκρατίας  της Καταλονίας ακριβώς επειδή  αυτό θα αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού (τύποις δημοκρατικό ) πάνω στο οποίο βασίζεται η οικονομική και πολιτική δύναμη του καθεστώτος. Εξάλλου, με το φόβο , να δει να ανατρέπονται οι κανόνες του παιχνιδιού, η κυβέρνηση προχωράει σε ένα πραξικόπημα εναντίον των καταλανικών θεσμών. Πέφτει ,λοιπόν, η δήθεν δημοκρατική και φιλελεύθερη μάσκα του συστήματος, και  επιτίθενται ανοιχτά στις πολιτικές  ελευθερίες της καταλανικής κοινωνίας, με μια απίστευτη ανάπτυξη αστυνομικών και στρατιωτικών δυνάμεων.

Πρακτικά, τα γεγονότα των τελευταίων ημερών δείχνουν ότι η Καταλονία είναι κατεχόμενο έδαφος, χωρίς πραγματικά πολιτικά δικαιώματα, χωρίς λαϊκή κυριαρχία, μια επικράτεια που δεν έχει δικαίωμα να έχει γνώμη, που δεν μπορεί να ακολουθήσει  ένα πολιτικό σχέδιο αντίθετο από τα συμφέροντα των ισπανικών εθνικιστικών κομμάτων. Με αυτή την έννοια, η ρήξη με το καθεστώς του '78 ανοίγει το δρόμο για μια σειρά δημοκρατικές δυνατότητες στην Καταλονία. Και όχι μόνο αυτό, αφού μια αλλαγή στην Καταλονία, μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο σε κάθε συσχετισμό δυνάμεων του ισπανικού κράτους.

Οντας έτσι τα πράγματα, πως αντιδρά ο καταλανικός λαός στη σκληρή καταστολή του ισπανικού κράτους ;

 Βρήκαν απέναντί τους μια κοινωνία αγανακτισμένη με την αλαζονεία και τον αυταρχισμό του κράτους, κάτι που διαρκεί πολλά χρόνια και σε πολλά θέματα. Στο εξωτερικό έχουν τη τάση να ερμηνεύουν το αίτημα της Καταλονίας φολκλοριστικά, σαν ένα ζήτημα που συνδέεται με τον σεβασμό της ταυτότητας, της γλώσσας κ.λπ. Κατι τέτοιο δεν ισχύει, το δικό μας αίτημα είναι ένα αίτημα πολιτικό, οικονομικό, δημοκρατικό και έχει να κάνει με το ζήτημα της εξουσίας. Ποιος έχει την εξουσία; Το κράτος ή  ο λαός; Πού βρίσκεται η εξουσία; Στα δικαστήριά τους, ή σε εμάς που θέλουμε να τη μοιράσουμε δημοκρατικά;

Το πρόβλημα είναι πολιτικό, και γι 'αυτό βρήκαν μπροστά τους μια καλά οργανωμένη κοινωνία, η οποία απαντά μαζικά στην καταστολή, με καλή διάθεση και δίχως φόβο. Η κυβέρνηση αυτό δεν το περίμενε, επειδή έχουν πιστέψει και οι ίδιοι τα ψέματα που διαδίδουν όλα τα ιδιωτικά και δημόσια μέσα επικοινωνίας του ισπανικού κράτους: θα περάσει, πρόκειται για ένα τέχνασμα της καταλανικής αστικής τάξης, μια εκλογική στρατηγική ... 

Τώρα όμως που έστειλαν στρατό και αστυνομία,έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν ότι εδώ έχουν να κάνουν με ένα λαό που μπορεί να κατεβαίνει στους δρόμους  οποιαδήποτε ώρα της ημέρας και της νύχτας. Οι άνθρωποι σήμερα έχουν επίγνωση της σημασίας της ιστορικής στιγμής: ή την 1 Οκτώβρη θα καταφέρουμε να στήσουμε τις κάλπες, ή  η κρατική καταστολή θα είναι τόσο άγρια, που θα μας γυρίσει πίσω, σαράντα και βάλε χρόνια.

Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, εμείς ως λαός, ως πολίτες και πολίτισες, αποφασίσαμε να μην κάνουμε ούτε χιλιοστό πίσω, δεν παραπονιόμαστε, δεν κλαίμε, δεν καταγγέλλουμε την καταστολή στο ΟΗΕ. Οχι, ο στόχος μας είναι να ψηφίσουμε, να γίνει το δημοψήφισμα, διότι αν αποτύχουμε να στήσουμε τις κάλπες, θα έχουμε ηττηθεί ως δημοκρατική κοινωνία.

Πέρα από εσωτερικό ζήτημα του  ισπανικού κράτους, πιστεύουμε ότι είναι σωστό να στηρίξουμε την αυτοδιάθεση του καταλανικού λαού, αφού αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει νέες πολιτικές δυνατότητες σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο. Ποιες είναι οι διεθνιστικές  προοπτικές της καταλανικής Δημοκρατίας που θέλετε να οικοδομήσετε ως αντικαπιταλιστική αριστερά; 

Τις μέρες αυτές, στο ισπανικό κράτος οργανώνονται πολλές πρωτοβουλίες υπέρ του δημοψηφίσματος. Τώρα που στέλνουν όλες αυτές τις στρατιωτικές δυνάμεις στην Καταλονία, πρέπει να αλλάξει σε ολόκληρο το κράτος η δημόσια τάξη. Αυτό είναι απλό : οι διαδηλώσεις, η οργάνωση συζητήσεων υπέρ του δημοψηφίσματος θεωρείται έγκλημα, οπότε αρκεί και μόνο  να τυπώσει κανείς μια αφίσα υπέρ της αυτοδιάθεσης ή ψηφοδέλτια (τα οποία η Πολιτοφυλακή τα ψάχνει παντού) για να αλλάξει η δημόσια τάξη και να ενταθεί η άσκηση πιέσεων στο κράτος.

Από τους άλλους λαούς, δεν ζητάμε να διαδηλώσουν υπέρ της ανεξαρτησίας, η ίδια η καταλανική κοινωνία θα είναι αυτή που θα πρέπει να επιλέξει ελεύθερα, ειρηνικά, δημοκρατικά  την επιθυμία να  δημιουργήσει ή μη  μια ανεξάρτητη δημοκρατία. Ωστόσο κάνουμε έκκληση σε όλο τον κόσμο να υποστηρίξει το δικαίωμα  επιλογής, το δικαίωμα των λαών να ακολουθήσουν ένα ανεξάρτητο και ελεύθερο πολιτικό σχέδιο, και να υποστηρίξουν το δημοψήφισμα στην Καταλονία. 

Το να διαδηλώνει κάποιος υπέρ του δημοψηφίσματος στην Καταλονία δεν είναι μονοκατευθυντική αλληλεγγύη με τις Καταλανές και τους Καταλανούς, ο δικός μας είναι ένας αγώνας για την Ευρώπη των λαών. Όταν η Ελλάδα για να αντιμετωπίσει την Τρόικα κάλεσε τους πολίτες σε δημοψήφισμα (κερδίζοντας το), εμείς τότε θα έπρεπε να καλέσουμε  μια γενική απεργία σε ολόκληρη την Ευρώπη. Έπρεπε να καταλάβουμε ότι ο αγώνας στην Ελλάδα ήταν ένας αγώνας ενάντια στην Ευρώπη της Τρόικας, τον καπιταλισμό, το ρατσισμό, το νεοφιλελευθερισμό, τα αυταρχικά κράτη, και όμως δεν δείξαμε ικανοί να διεξάγουμε έναν κοινό  και αποτελεσματικό αγώνα σε διεθνές επίπεδο. Η Ελλάδα όχι μόνο νικήθηκε, αλλά έμεινε και μόνη της, και σήμερα την έχουμε ξεχάσει  τελείως.

Η επόμενη μάχη που μπορεί πραγματικά να αλλάξει της πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη, ανοίγοντας ένα παράθυρο δημοκρατίας και άρα, ένα λαϊκό σχέδιο με νέα κοινωνικά δικαιώματα, είναι αυτό που ζούμε σήμερα, η μάχη για την Δημοκρατία στην Καταλονία.

 Αν αυτό το σχέδιο ηττηθεί κάτω από τα χτυπήματα του ισπανικού κράτους, χωρίς να βρει υποστήριξη και αλληλεγγύη από τους ευρωπαϊκούς λαούς, τότε αυτό θα σημαίνει (και πάλι) ότι δεν καταφέραμε να ανοίξουμε ένα ρήγμα στο σύστημα, στους  χώρους των δυνατοτήτων που ανοίγονται, κάτι που έγινε πέρσι στην Ελλάδα ή με τις εκλογές των Ποδέμος στην Ισπανία.

 Ακριβώς γι αυτό  δεν ζητάμε αλληλεγγύη σαν χάρη , αλλά για να διεξάγουμε  έναν αγώνα που αφορά στα λαϊκά στρώματα όλης της Ευρώπη . Σας καλούμε λοιπόν  να στηρίξετε  αυτή τη διαδικασία γιατί θα μπορούσε να αλλάξει το συσχετισμό δυνάμεων σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο, ανοίγοντας έτσι νέες και ενδιαφέρουσες δυνατότητες  για αλλαγή.
[--->] 

 Σημ ''Π'' : Η ισπανική αριστερά χρησιμοποιεί την έκφραση κοινωνικά δικαιώματα (derechos sociales) για να υποδείξει ένα σύνολο βασικών δικαιωμάτων που αποτελούν προϋπόθεση για οποιαδήποτε αλλαγή της κοινωνίας από τα αριστερά. Αυτά τα δικαιώματα περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη δημόσια διαχείριση του νερού, της ηλεκτρικής ενέργειας και της θέρμανσης σε χαμηλές τιμές, τη δημιουργία αυτοδιοικούμενων φορέων που να ασχολούνται με τις συνοικίες  (ιδιαίτερα τις λαϊκές), αυξήσεις στους κατώτερους μισθούς και την κατάργηση όλων των νόμων που αφορούν την επισφαλή εργασία, μια πολιτική κατά της ανεργίας, δωρεάν και υψηλής ποιότητας δημόσια εκπαίδευση , καταπολέμηση της ανδροκρατίας  και πραγματική ισότητα των φύλων κλπ

Δύο δημοψηφίσματα πολύ διαφορετικά





του Marco Santopadre

Σε λίγες μέρες θα έχουμε δύο εκλογικά ραντεβού για παρόμοια εκ πρώτης όψεως ζητήματα, αλλά στην πραγματικότητα με τελείως διαφορετικό πρόσημο. Τον Οκτώβριο υποτίθεται ότι θα διεξαχθεί στην Καταλονία (το υποθετικό ύφος  είναι υποχρεωτικό) δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της από το ισπανικό κράτος, και στις 22 Οκτωβρίου σε Λομβαρδία και Βένετο θα ψηφίσουν για μεγαλύτερη αυτονομία από την κεντρική ιταλική κυβέρνηση.
Όπως είπαμε ήδη, με μια επιφανειακή ματιά οι δύο διαβουλεύσεις  μπορεί να φαίνονται ίδιες, αλλά οι
μεταξύ τους διαφορές  είναι σημαντικές.

Τα δημοψηφίσματα σε Λομβαρδία και Βένετο προωθούνται και υποστηρίζονται από την πλειοψηφία των κομμάτων, από τη Λέγκα του Βορά μέχρι το Δημοκρατικό Κόμμα, και προσπαθούν να επιτύχουν μεγαλύτερη αυτονομία, ιδίως στον δημοσιονομικό τομέα, για τις δύο περιοχές της βόρειας Ιταλίας. Πρόκειται λοιπόν για τη συνέχιση και εμβάθυνση των πολιτικών, οι  οποίες την τελευταία δεκαετία εφαρμοστήκαν αρχικά από κεντροαριστερές κυβερνήσεις και στη συνέχεια από κέντρο-δεξιές , οι οποίες και εισήγαγαν το λεγόμενο «φεντεραλισμό». 

Οι συνέπειες είναι εμφανείς σε όλους: οι φόροι και τα υψηλά τοπικά τέλη έχουν αυξηθεί σημαντικά, καθώς το κράτος παραχωρεί λίγο-λίγο  αρμοδιότητες σε τοπικούς φορείς  οι οποίοι με τη σειρά τους  χωρίς κρατική χρηματοδότηση αναγκάζονται να αυξήσουν τους φόρους και να  περικόψουν ή να αναθέσουν σε ιδιώτες σημαντικές υπηρεσίες. Με αποτέλεσμα σήμερα οι πολίτες, οι εργαζόμενοι, οι συνταξιούχοι να πληρώνουν πολύ ακριβότερα από πριν υπηρεσίες χειρότερης ποιότητας. Σε επίπεδο αυτοδιοίκησης, δηλαδή, δυνατότητας των τοπικών κοινωνιών να συμμετέχουν περισσότερο στις πολιτικές και τοπικές αποφάσεις, τίποτα δεν έχει αλλάξει, το αντίθετο μάλιστα.

Στην πραγματικότητα, τα δημοψηφίσματα στη Λομβαρδία και Βένετο στις 22 Οκτωβρίου, με πρωτοβουλία των δύο κυβερνητών  Maroni  και Zaia, εντάσσονται  στον οπισθοδρομικό επανασχεδιασμό του θεσμικού και συνταγματικού πλαισίου  που διευκολύνει μια μεγαλύτερη ενσωμάτωση του βόρειου τμήματος της χώρας στην παραγωγική, οικονομική και πολιτική  δομή  της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 Στις δύο περιοχές, βρίσκεται  το 22% των επιχειρήσεων που αντιπροσωπεύουν το 80% της προστιθέμενης αξίας και των εξαγωγών της χώρας. Πρόκειται για δύο περιοχές  τις οποίες οι Βρυξέλλες, το Παρίσι και το Βερολίνο ενδιαφέρονται να τις ενσωματώσουν και να τις εντάξουν στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ η υπόλοιπη χώρα γίνεται όλο και λιγότερο ελκυστική, λιγότερο συμφέρουσα.

Πρόκειται, βέβαια, για δημοψηφίσματα συμβουλευτικού χαρακτήρα  για τα οποίο δεν αναμένεται να υπάρξει  απαρτία, και οι επιπτώσεις  μάλλον θα είναι μηδαμινές. Πρακτικά, έχουμε να κάνουμε με ένα είδος megaspot  (τεράστιο διαφημιστικο μήνυμα)υπέρ των δύο κυβερνητών και των  αντίστοιχων πλειοψηφιών, αν και τα δημοψηφίσματα έχουν την υποστήριξη του Δημοκρατικού Κόμματος και τις παραφυάδες του.

 Φυσικά, σε περίπτωση νίκης του Ναι  και μεγάλη  συμμετοχή στα δημοψηφίσματα, οι  υποστηρικτές  τους και οι χορηγοί τους - τα μικρομεσαία αφεντικά, οι  τοπικοί οικονομικοί κύκλοι που συνδέονται με ισχυρούς ευρωπαϊκούς κύκλους - θα μπορούν να απαιτούν περισσότερα από την κυβέρνηση και να κερδίσουν περισσότερα προνόμια . Για παράδειγμα, να συνάπτουν «αυτόνομες» συμφωνίες με τη γερμανική επιχειρηματική κοινότητα, να παίρνουν ειδική χρηματοδότηση για τη βελτίωση των υποδομών, φορολογικές ελαφρύνσεις ή κίνητρα σε εταιρείες ή  σε τοπικούς οργανισμούς.

Τα θετικά για τους ανθρώπους των δύο περιοχών θα είναι ασήμαντη. Αντίθετα, μετά την εισαγωγή του λεγόμενου «δημοσιονομικού φεντεραλισμού», οι διαδικασίες συγκέντρωσης της εξουσίας και του πλούτου στα χέρια όλο και λιγότερων και ολιγαρχικού τύπου θα επιταχυνθούν ακόμα περισσότερο.

Ενώ τα δύο δημοψηφίσματα στη Λομβαρδία και Βένετο λειτουργούν καθαρά υπέρ των συμφερόντων των τοπικών αφεντικών και του μηχανισμού ιεραρχικοποίησης του ευρωπαϊκού χώρου που τον διαχειρίζεται πολλές φορές απερίσκεπτα μια όλο και πιο υπερεθνική ευρωπαϊκή αστική τάξη, το καταλανικό δημοψήφισμα τον Οκτώβριο έχει πολύ πιο ενδιαφέρουσες επιπτώσεις και ρήξεις.
 
Το αίτημα της Καταλονίας  για ανεξαρτησία έχει μια μακραίωνη ιστορία και είναι σε αντίθεση με την κατασκευή  του ισπανικού έθνους, σε μια αυταρχική και σοβινιστική βάση, το οποίο  κατέφυγε στη δικτατορία δύο φορές στον εικοστό αιώνα (πρώτα με τον Μιγκέλ Πρίμο ντε Ριβέρα  από το 1923-1930 και στη συνέχεια με τον Φρανσίσκο Φράνκο από το 1936 έως το στα τέλη της δεκαετίας του 1970). Οι ισπανικές άρχουσες τάξεις επέλεξαν τον τρόμο όχι μόνο για να καταστείλουν τα κινήματα των εργαζομένων και τις επαναστατικές εξεγέρσεις, αλλά και για να συντρίψουν τα αυτονομιστικά αιτήματα των Βάσκων, των Καταλανών και των άλλων εθνοτήτων τα οποία και ενσωμάτωσαν με τη βία σε ένα αυταρχικό και φεουδαρχικό κράτος.

Μετά το θάνατο του Φράνκο, στο εσωτερικό  του καθεστώτος κυριάρχησε η πιο εκσυγχρονιστική  και φιλελεύθερη πτέρυγα στα οικονομικά (αλλά όχι λιγότερο φασιστική) που ήθελε να εντάξει την Ισπανία στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και το ΝΑΤΟ. Έτσι, το καθεστώς δεν  αντιμετώπισε κλυδωνισμούς, αλλά απλά αυτόμεταρρυθμίστηκε, βάζοντας τα ρούχα του αλλιώς προκειμένου να συνεχίσει να εγγυάται, με νέες μορφές τώρα, την οικονομική και πολιτική κυριαρχία της ολιγαρχίας, τη βάση του δικτατορικού καθεστώτος.

Ενώ το Κίνημα Απελευθέρωσης των Βάσκων  από επαναστατικές σοσιαλιστικές θέσεις, απέρριψε  και αμφισβήτησε επί ένα μεγάλο χρονικό διάστημα  μια αυτομεταρρύθμιση του καθεστώτος η οποία όμως, έγινε αποδεκτή από τα αντιπολιτευόμενα κόμματα της αριστεράς, το καταλανικό εθνικιστικό κίνημα ενσωματώθηκε χωρίς ιδιαίτερες δονήσεις μέσα στο λεγόμενο «κράτος των αυτονομιών». Η καταλανική αστική τάξη,πλήρως ενσωματωμένη σε κρατικό και διεθνές επίπεδο, κατάφερε να διαχειριστεί την πολιτική και οικονομική εξουσία σε τοπικό επίπεδο σχεδόν αδιάλειπτα από τις αρχές της δεκαετίας του '80.

Τα περιφεριακά και αυτονομιστικά κόμματα  της Καταλονίας - κυρίως  το κόμμα της Δημοκρατικής Σύγκλισης  της Καταλονίας, Convergència Democràtica de Catalunya  - έχουν προ πολλού υποβαθμίσει το αίτημα της αυτονομίας σε συμβολικό και μόνο επίπεδο, προκειμένου να αυξήσουν τη δική τους εξουσία και τη δική τους επηροή σε τοπικό επίπεδο με αντάλλαγμα τη στήριξη στις κεντρικές κυβερνήσεις οι οποίες σχηματίζονται εναλλάξ από τα δύο ισπανικά εθνικιστικά κόμματα, το Λαϊκό Κόμμα και το ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό κόμμα (sic!) , αλλά αυτή η ισορροπία ακυρώθηκε στην αρχή αυτής της δεκαετίας. 

Η αυταρχική και φιλελεύθερη διαχείριση της οικονομικής κρίσης από τις ισπανικές κυβερνήσεις – καθ’ υπαγόρευση της ΕΕ - και σε περιφερειακό επίπεδο είχε ως αποτέλεσμα την πολιτικοποίηση δεκάδων, αν όχι εκατοντάδων χιλιάδων Καταλανών οι οποίοι απείχαν από την αντιπαράθεση μεταξύ του στρατοπέδου της αυτονομίας και του εθνικισμού (ισπανικού) και τους κοινωνικούς αγώνες . Σε αντίδραση για τις μαζικές απολύσεις, τη χιονοστιβάδα των εξώσεων με τη χρήση της κρατικής βίας και τις περικοπές σε μισθούς και κράτος πρόνοιας οι πλατείες γέμισαν.
 Απεργίες, διαδηλώσεις, πικετοφορίες και συνελεύσεις ταρακούνησαν την Καταλονία. Εν τω μεταξύ μια πρώτη δειλή προσπάθεια μεταρρύθμισης  του Καταστατικού της Αυτονομίας το 1979, μετά την αυτομεταρρύθμιση του καθεστώτος Φράνκο, που προώθησαν οι αυτονομιστές και ορισμένες φεντεραλιστικές δυνάμεις της κεντροαριστεράς, συνάντησε  μια δυσανάλογη και βίαιη αντίδραση από το κράτος και τους θεσμούς του.

 Ένα κείμενο ήδη κουτσουρεμένο  σε μεγάλο βαθμό από τους ίδιους τους  καταλανούς που το πρότειναν  πετσοκόπηκε ακόμα περισσότερο από τους κρατικούς θεσμούς, αποδεικνύοντας έτσι την αδυναμία διαπραγμάτευσης μιας σταδιακής βελτίωσης της αυτονομία της Βαρκελώνης.

Η σύγκλιση των δύο διεργασιών - αντίδραση στη λιτότητα και αγώνας για μεγαλύτερη αυτονομία - σε συνδυασμό με την αυξανόμενη κοινωνική και πολιτική κινητοποίηση ενάντια στο κράτος και τον κατασταλτικό μηχανισμό του, καθώς και την καταπολέμηση της διαφθοράς και τον αυταρχισμό της περιφερειακής κυβέρνησης, έχει προκαλέσει μια ρήξη ιστορικής φύσης, στην Καταλανονία, με την αποδυνάμωση της ηγεμονίας του  κόμματος ' Convergència Democràtica de Catalunya – το οποίο εν τω μεταξύ μετατονομάστηκε σε Partit Democrata Europeu Català - και την ενίσχυση ενός πολύχρωμου αυτονομιστικού μετώπου που στηρίζεται στη μόνιμη κινητοποίηση αυτονομιστικών ενώσεων και τη σημαντική εκλογική παρουσία των διαφόρων δυνάμεων της αριστεράς, συμπεριλαμβανομένης της Λαϊκής Ενότητας  (Cup,Υποψηφιότητα  Λαϊκής¨Ενότητας), αντι-καπιταλιστικών και αυτονομιστικών δυνάμεων.

 Η κινητοποίηση αριστεράς και αυτονομιστών έχει επηρεάσει τα περιφερειακά κόμματα της Καταλονίας αναγκάζοντάς τα να αγκαλιάσουν εθνικιστικά αιτήματα, που οδήγησαν  στο σχηματισμό μιας κυβέρνησης της οποίας δηλωμένος στόχος είναι να οδηγήσει την  Καταλονία στην αυτοδιάθεση μέσω μιας διαδικασίας  πολιτικής και θεσμικής « αποσύνδεσης»  από τη Μαδρίτη και τους μηχανισμούς της. Η στιγμή της επίσημης ρήξης θα είναι το δημοψήφισμα που πρόκειται να συγκαλέσει το κοινοβούλιο της Καταλονίας για την πρώτη Οκτωβρίου.

Αν το  δημοψήφισμα διεξαχθεί  πραγματικά και επίσημα – όπως για παράδειγμα  στη Σκωτία και το Κεμπέκ - μένει να το δούμε: τα ισπανικά εθνικιστικά κόμματα και ο κρατικός μηχανισμός δεν έχουν καμία διάθεση  να επιτρέψουν τη γιορτή της λαϊκής ψήφου , δεν αναγνωρίζουν  στους Καταλανούς την άσκηση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης και διεξάγουν ένα μποϊκοτάζ που θα μπορούσε να οδηγήσει στη επέμβαση των δυνάμεων ασφαλείας κατά των  υποστηρικτών του δημοψηφίσματος, στην αναστολή του καταστατικού αυτονομίας της Καταλονίας και στον αποκλεισμό των αυτονομιστών από τα θεσμικά όργανα  και τις δημόσιες υπηρεσίες, για να μην αναφέρουμε τους εκβιασμούς στο οικονομικό πεδίο. 

Αλλά αντιθέσεις υπάρχουν ακόμη και μέσα στο στρατόπεδο των Καταλανών: ο πρόεδρος της Ζενεραλιτάτ της Καταλονίας (της κυβέρνησης της Καταλονίας), Κάρλες Πουτζδεμόν, έχει ήδη χάσει σημαντικά τμήματα του πολιτικού κόμματος του και την υποστήριξη ορισμένων σημαντικών ηγετών του δικού του κόμματος . Μπροστά στην όξυνση της σύγκρουσης και όσο πλησιάζει η στιγμή της αλήθειας πολλοί από τους αυτονομιστές επιλέγουν να κάνουν ένα βήμα πίσω. Στο κάτω –κάτω ένα μέρος των κυρίαρχων τμημάτων της καταλανικής αστικής τάξης δεν αγκάλιασε ποτέ πλήρως το σύνθημα της απόσχισης  από τη Μαδρίτη και η επιλογή της  θα βασίζεται σ’ένα πραγματιστικό υπολογισμό κόστους / οφέλους.

Εάν η σύγκρουση με τη Μαδρίτη σκληρύνει πολύ, μεγάλα κομμάτια, ίσως και η πλειοψηφία, του  PDeCat (Partido Demócrata Europeo Catalán, Δημοκρατικό Ευρωπαϊκό Καταλανικό Κόμμα)  θα μπορούσε να αποσυρθεί, αναστέλλοντας ή αποδυναμώνοντας  την διαδικασία  «απόσχισης» με αντάλλαγμα, ίσως, περισσότερη δημοσιονομική και διοικητική αυτονομία που είναι και η ουσία των αυτονομιστικών αιτημάτων της καταλανικής μπουρζουαζίας.

Μια επιλογή αυτή, ωστόσο, που δεν θα είναι ούτε εύκολη ούτε ανώδυνη για το φιλελεύθερο-συντηρητικό κόμμα της Καταλονίας, το οποίο τότε θα έχει να αντιμετωπίσει την επίθεση των γνήσιων δυνάμεων υπέρ της ανεξαρτησίας και κυρίως τα κόμματα της καταλανικής αριστεράς , Erc  και Cup .

Στη Βαρκελώνη αυτές τις εβδομάδες παίζεται ένα πολύ ενδιαφέρον παιχνίδι, με αποτελέσματα που δεν είναι προβλέψιμα και θα υπάρξει μεγάλος αντίκτυπος όχι μόνο στις εσωτερικές ισορροπίες του ισπανικού κράτος, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

 Στην Καταλονία, στο μέτωπο της ανεξαρτησίας, συγκρούονται δύο διαφορετικές τάσεις: μια φιλοευρωπαϊκή, φιλελεύθερη, συντηρητική σε κοινωνικό επίπεδο που δεν αμφισβητεί  τις τρέχουσες διεθνείς συμμαχίες, και μία άλλη η οποία μαζί  με την ανεξαρτησία θέλει και την έξοδο από το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, τη ρήξη με τις φιλελεύθερες πολιτικές και μια μεγάλη ασυνέχεια με τις τρέχουσες πολιτικές και οικονομικές ισορροπίες.

Η αυταρχική ισπανική μοναρχία είναι δυνατό να χάσει ένα σημαντικό κομμάτι, και να γεννηθεί μια καταλανική Δημοκρατίας μέσα στην οποία τα προοδευτικά κοινωνικά  και πολιτικά κινήματα ή καθαρά ανταγωνιστικά θα μπορούν να παίξουν ένα σημαντικό ρόλο σε βαθμό που να αμφισβητήσουν την ηγεμονία της διαδικασίας οικοδόμησης του νέου κράτους,
από τις μετριοπαθείς δυνάμεις,  αλλάζοντας το συσχετισμό δυνάμεων, εισάγοντας στον πολιτικό διάλογο και στη διαδικασία αποφάσεων στοιχεία ρήξης με την υποταγή που επιβάλλει η διαδικασία κατασκευής του Ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού πόλου.

Το αποτέλεσμα αυτής της διαλεκτικής στάσης προφανώς κάθε άλλο παρά είναι δεδομένο, αλλά  ότι η ρήξη της Βαρκελώνης με τη Μαδρίτη ανοίγει χώρους για να ταξικές διεκδικήσεις,αυτό είναι αναμφισβήτητο.
 
Γι αυτό και το να εξομοιώνει κανείς τα δημοψηφίσματα της Λομβαρδίας και του Βένετο με το Καταλανικό, είναι σοβαρό λάθος από τις δυνάμεις που αναφέρονται στην πρόοδο και την αλλαγή.
 
[--->]




[…] Αν στην περίπτωση των αυτονομιστικών περιοχών της Βόρειας Ιταλίας το αίτημα της Λέγκας είναι το αποτέλεσμα της κινητοποίησης και της έκφρασης μιας και μόνο πολιτικής οικογένειας, στην περίπτωση της Καταλονίας η κινητοποίηση για την ανεξαρτησία της Καταλονίας τέμνει εγκάρσια και αντιπροσωπεύει την προσδοκία ενός ολόκληρου λαού.

Επιπλέον, αν στην περίπτωση της  Λομβαρδίας και του Βένετο οι τοπικές επιχειρηματικές τάξεις υποστηρίζουν τη διαδικασία αυτονόμησης που θα μπορούσε να ενισχύσει και να δώσει νέα ώθηση στο ρόλο τους στα πλαίσια μιας ευρωπαϊκής οικονομίας όλο και πιο συγκεντρωτικής, στη Καταλονία η μεγάλη και η μεσαία αστική τάξη τάσσονται ανοικτά εχθρικά κατά της αυτονομίας και στο δημοψήφισμα της 1ης Οκτωβρίου, το οποίο βλέπουν ως ένα εμπόδιο για την ένταξή τους στην ισπανική αστική τάξη που τους εξασφαλίζει δύναμη και διεθνή προβολή (π.χ. στις πρώην αποικίες της Λατινικής Αμερικής ).


Οι εμπρηστικές δηλώσεις του Συλλόγου Βιομηχανιών της Καταλονίας κατά της απόσχισης είναι με αυτήν την έννοια περισσότερο από σαφείς και αν δεν ληφθούν υπόψη θα πρόκειται για σοβαρό λάθος. Κανένας δεν μπορεί να μένει  αδιάφορος, όταν όλα σχεδόν τα καταλανικά συνδικάτα, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων με ισπανική παράδοση, είναι ενάντια στο κράτος, ή όταν χιλιάδες λιμενεργάτες στα λιμάνια της Βαρκελώνης και της Ταρραγόνας μποϊκοτάρουν τον κατασταλτικό μηχανισμό που εγκατέστησε η Μαδρίτη στην Καταλονία.
 

Βάζοντας μαζί το ρόλο της ανεξαρτησιακής αριστεράς στη διαδικασία εθνικής χειραφέτησης του καταλανικού λαού, τον εχθρικό ρόλο της καταλανικής αστικής τάξης στο αίτημα της ανεξαρτησίας, την μεγάλη παράδοση σε δημοκρατικούς και αντιφασιστικούς αγώνες της Βαρκελώνης, τα αντικειμενικά προβλήματα που η απόσχιση από τη Μαδρίτη θα μπορούσε να δημιουργήσει σε ένα κράτος αυταρχικό και διεφθαρμένο, για να μην αναφερθούμε στην αστάθεια που δημιουργείται στα στενά πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορούμε παρά να αξιολογήσουμε θετικά τις πιέσεις χειραφέτησης του καταλανικού λαού.

 Το να τάσσεται κανείς υπέρ του σημερινού στάτους κβο, υπερασπιζόμενος τη νομιμότητα - που είναι ο καρπός των σχέσεων εξουσίας που συχνά ελάχιστη σχέση έχει με τη δικαιοσύνη - θα ήταν ένα σοβαρό λάθος, κυρίως για τις δυνάμεις που επικαλούνται την αλλαγή και την κοινωνική πρόοδο. Η υπόθεση της Καταλονίας θα μπορούσε να είναι μια εξαιρετική ευκαιρία για την αριστερά και τους κομμουνιστές, να αντιμετωπίσουν με σοβαρότητα το ζήτημα του εθνικού ζητήματος, ξεκινώντας από τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης.

Τα εθνικά αιτήματα όχι μόνο εξακολουθούν να ισχύουν ακόμα,και ειδικότερα εντός των συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ιταλικού κράτους, αλλά λόγω της οικονομικής κρίσης και της απώλειας νομιμότητας των μηχανισμών τυπικής δημοκρατίας που ακυρώθηκαν από τον συγκεντρωτικό χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανακτούν την ορμή τους και γίνονται τρομερό εργαλείο κοινωνικής και πολιτικής κινητοποίησης. Το να κρύβει κανείς το  κεφάλι του στην άμμο ή να τάσσεται υπέρ  των κρατών και εναντίον των λαών δεν χρησιμεύει  σε τίποτε άλλο παρά να γίνεται η αριστερά ακόμη πιο περιττή και άχρηστη.
 

----------------------------------------------------------------------------------------------


 Μπούρδες= (παραπληροφόρηση)  γνωστού VIP  :

[...] Η αστική τάξη της Καταλονίας είναι δυνατή και σφόδρα φιλοευρωπαϊκή, και η περίπτωση έχει ομοιότητες με τις αποσχιστικές τάσεις στη Βόρεια Ιταλία (την… Παδανία που τη λένε οι ακροδεξιοί) αλλά και στη Φλαμανδία. Και στις τρεις περιοχές, στο αποσχιστικό κίνημα πρωτοστατούν συντηρητικές δυνάμεις, με βασικό έστω και υπόρρητο επιχείρημα «να μην πηγαίνουν οι φόροι μας στους τεμπέληδες (και μελαψούς) του νότου».