Οι επιπτώσεις της εξόδου από την ευρωζώνη στην ανάπτυξη, την απασχόληση και τους μισθούς




των Riccardo Realfonzo και Angelantonio Viscione

Η τεχνική ανάλυση δείχνει ότι κάνουν λάθος τόσο οι καταστροφιστές, υποστηρικτές του ευρώ χωρίς ενδοιασμούς όσο και οι αφελείς θεωρητικοί του ενιαίου νομίσματος ως πηγή όλων των δεινών. Η έξοδος από το ευρώ θα μπορούσε να είναι ένας τρόπος επιστροφής στην ανάπτυξη, αλλά ενέχει και σοβαρούς κινδύνους, ειδικά για τον κόσμο της εργασίας. Μετά από μια πιο προσεκτική εξέταση, θα δούμε ότι όλα εξαρτώνται από τις προϋποθέσεις παραμονής στο ευρώ και τις προϋποθέσεις της εξόδου.

1. Με λιτότητα το ευρώ δεν επιβιώνει

Από τα τέλη του 2007, η ζώνη του ευρώ έχει σταματήσει να αναπτύσσεται και οι διαδικασίες απόκλισης μεταξύ των χωρών του κέντρου και της περιφέρειας επιταχύνονται όλο και περισσότερο [1]. Αν συνεχιστεί η οικονομική λιτότητα που επιβάλλεται από τις Συνθήκες, τότε η κρίση της ευρωζώνης είναι μόνο θέμα χρόνου [2]. Από την άλλη , η παραμονή των περιφερειακών χωρών στη ζώνη του ευρώ, στο πλαίσιο των περιοριστικών πολιτικών, έχει δραματικές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις.

 Η περίπτωση της Ιταλίας είναι εύγλωττη: παρακολουθούμε την αργή, σταδιακή παρακμή της, με την οικονομία της να ακολουθεί μια όλο και μεγαλύτερη φθίνουσα πορεία, την ανεργία να καλπάζει, τη κατανομή του εισοδήματος να γίνεται όλο και πιο άνιση, την υποχώρηση του κράτους πρόνοιας. Φυσικά, αν άλλαζε το πρόσημο των ευρωπαϊκών πολιτικών αυτή θα ήταν σίγουρα η καλύτερη επιλογή. Αυτή όμως είναι μια λύση πολιτικά όλο και λιγότερο πιθανή, δεδομένου ότι η Γερμανία και οι χώρες δορυφόροι της -συνεχίζουν να απορρίπτουν την οποιοδήποτε αλλαγή πορείας προς αυτή την κατεύθυνση. Αξίζει λοιπόν να δούμε ποιες θα μπορούσαν να είναι οι συνέπειες μιας εξόδου από το ευρώ.

Φυσικά, δεν είναι εύκολο να προβλέψουμε τι θα επακολουθήσει μετά την κρίση του ευρώ. Επειδή πολλά θα εξαρτηθούν από τη πιθανότητα εξόδου μίας ή περισσότερων χώρων, και έχει ιδιαίτερη αξία το «οικονομικό και πολιτικό μέγεθος» των χωρών αυτών. Επιπλέον, τα πράγματα θα άλλαζαν πολύ αν η έξοδος γινόταν ή δεν γινόταν συντονισμένα και αν κατέληγε ή μη σε μία ή περισσότερες συμφωνίες για τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Και περιττό να πούμε ότι για όλα αυτά μέχρι σήμερα βαδίζουμε στα τυφλά.

Κάποια πρόοδος, ωστόσο, μπορεί να γίνει, αν αποφύγουμε την παγίδα των έντονων ιδεολογικών αντιπαραθέσεων. Αν αποφύγουμε δηλαδή τον καταστροφολογικό ανορθολογισμό των υποστηρικτών του ευρώ με κάθε κόστος, όσο και την αφελή ιδέα ότι το ευρώ είναι η αιτία όλων των δεινών, και επομένως η έξοδος από την ευρωζώνη θα έλυνε όλα τα προβλήματα. Παραμένοντας σταθερά στο πεδίο των επιστημονικών προσεγγίσεων, ορισμένοι οικονομολόγοι εργάζονται με βάση σύνθετα μοντέλα πρόβλεψης. Η χρήση όμως των μοντέλων στο παρελθόν έχει δείξει πολλές φορές τα όριά τους, λόγω των περισσότερο ή λιγότερο "ηρωικών" παραδοχών στις οποίες βασίζονται τα μοντέλα αυτά.

 Εξάλλου, η οικονομική θεωρία δεν έχει να δώσει σαφείς απαντήσεις. Οι βασικές αρχές της οικονομικής θεωρίας διδάσκουν ότι η έξοδος μιας χώρας από το ευρώ και η επιστροφή της στο παλιό νόμισμα, με αρχική ισοτιμία ένα προς ένα, θα οδηγούσε αμέσως στην υποτίμηση του νέου νομίσματος, το οποίο έτσι θα γινόταν πιο φτηνό έναντι των άλλων νομισμάτων. Αυτό θα ευνοούσε τις εξαγωγές και θα περιόριζε τις εισαγωγές, βελτιώνοντας το εμπορικό ισοζύγιο, ωθώντας προς την ανάπτυξη και την αύξηση της απασχόλησης. Σε ποιο βαθμό, όμως, η εγκατάλειψη των συμφωνηθέντων ισοτιμιών και οι υποτιμήσεις βελτιώνουν πραγματικά τους ρυθμούς ανάπτυξης, αυτό είναι θέμα ατελείωτων αντιπαραθέσεων.

Η υποτίμηση του νομίσματος αυξάνει το κόστος των εισαγόμενων εμπορευμάτων και αυτό τείνει να αυξάνει τις τιμές των προϊόντων (συνεπώς και την τιμή των ίδιων των εξαγωγών), ελαχιστοποιώντας έτσι, το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Αυτό,όμως, που περιπλέκει ακόμα περισσότερο τα πράγματα είναι οι αναδιανεμητικές επιπτώσεις της υποτίμησης,  για τις οποίες γίνεται επίσης μεγάλη συζήτηση. Η αύξηση του ύψους των εγχώριων τιμών που ακολουθεί την υποτίμηση μειώνει, για παράδειγμα, την αγοραστική δύναμη των μισθών.
 Η μείωση των πραγματικών μισθών μπορεί να προκαλέσει (αν υπάρχουν μηχανισμοί προσαρμογής των μισθών στις τιμές ή από την αντίδραση των συνδικάτων) μία πίεση προς τα πάνω στους ονομαστικούς μισθούς, πράγμα που θα μπορούσε να αυξήσει τον πληθωρισμό, φθείροντας ακόμα περισσότερο το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα από την υποτίμηση.

Επιπλέον, η πτώση του μεριδίου των μισθών στο ΑΕΠ (wage share) μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της εγχώριας ζήτησης καταναλωτικών αγαθών και αυτό να μειώσει τους ρυθμούς ανάπτυξης. Για να μην αναφερουμε τις πιθανές επιπτώσεις στο κόστος του δημόσιου χρέους και τον κίνδυνο πτώχευσης χωρών με μεγάλο ποσοστό χρέους σε ξένο νόμισμα, αφού το κόστος εξυπηρέτησης του με την υποτίμηση, όπως είναι φυσικό, θα εκτοξευθεί.


Ας  αφήσουμε λοιπόν τις θεωρητικές αντιπαραθέσεις  και, με δεδομένη την εγγενή αδυναμία των μοντέλων πρόβλεψης, ας στραφούμε προς την ιστορική εμπειρία που είναι στη διάθεση μας. Αν και δεν έχει υπάρξει μέχρι σήμερα μια ανάλογη εμπειρία ρήξης με ένα νόμισμα όπως το ευρώ, ωστόσο, κάποιες σημαντικές ενδείξεις μπορούμε να τις έχουμε από τις νομισματικές κρίσεις του παρελθόντος που είναι πιο κοντά στη δική μας περίπτωση.

Ετσι, εξετάζουμε εκείνες τις νομισματικές κρίσεις που στην πρόσφατη ιστορία οδήγησαν σε μεγάλες υποτιμήσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών και συνοδεύτηκαν από την εγκατάλειψη προηγούμενων συμφωνιών ή συστημάτων  ισοτιμιών [3]. Επικεντρώνοντας  την προσοχή μας στις νομισματικές κρίσεις μετά το 1980, παρατηρούμε ότι υπάρχουν 28 περιπτώσεις μεγάλων υποτιμήσεων - πάνω από 25% σε σχέση με την ισοτιμία του δολαρίου [4] - που οδήγησαν στην  εγκατάληψη των προηγούμενων συστήματων ισοτιμιών [5]. 

Από αυτές τις περιπτώσεις, οι 7 αφορούσαν χώρες με υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα  (Αυστραλία το 1985, Φινλανδία το 1993, Ισλανδία, το 1985, Ιταλία το 1993, Νότια Κορέα το 1998, Ισπανία το 1983 και Σουηδία το 1993) και 21 περιπτώσεις αφορούσαν χώρες με χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα (Αργεντινή 2002 Λευκορωσία το 1999, Βραζιλία 1999, Χιλή 1982, Κόστα Ρίκα το 1981 και το 1991, Αίγυπτο, το 2003, Γουατεμάλα, το 1990, Ονδούρα, το 1990, Ινδονησία, το 1998, Καζακστάν, το 1999, Μεξικό, το 1995, Παραγουάη, το 1989, Περού το 1988, Πολωνία το 1990, Ρουμανία το 1990, Νότια Αφρική 1984 , Σουρινάμ το 1994, Τουρκία, το 1999, Ουρουγουάη το 1982 και το 2002).

Με τη βοήθεια των περιγραφικών στατιστικών που ακολουθούν, ας δούμε τι διδάσκει η ιστορική εμπειρία από τις πιο σημαντικές νομισματικές κρίσεις οι οποίες κατέληξαν σε μεγάλες υποτιμήσεις και η σχετική εγκατάλειψη των προηγούμενων συστημάτων ισοτιμιών.

2. Ο πληθωρισμός ελαχιστοποιεί σταδιακά το πλεονέκτημα από τις υποτιμήσεις
 
Το πρώτο που θα πρέπει να επαληθευθεί είναι σε ποιο βαθμό οι νομισματικές κρίσεις μπορούν να πυροδοτήσουν πληθωριστικές πιέσεις, και κατά πόσο οι διαδικασίες αυτές μπορούν να υπονομεύσουν τις θετικές επιπτώσεις που προκύπτουν από μια υποτίμηση. Στην ανάλυσή μας, παίρνουμε υπόψη τις υποτιμήσεις έναντι του δολαρίου στις προαναφερόμενες 28 περιπτώσεις και στη συνέχεια το διαφορικό πληθωρισμό στις ΗΠΑ και σε κάθε χώρα.

Στο ιστορικό παράδειγμα  που εξετάζουμε η μέση τιμή των υποτιμήσεων έναντι του δολαρίου, ήταν κυριολεκτικά ίση με 558%, κάτι που σημαίνει ότι οι νομισματικές κρίσεις οδήγησαν σε υποτίμηση των νομισμάτων που πλήγηκαν από την κρίση περίπου πεντέμισι φορές έναντι του δολαρίου (Πίνακας 1). Αλλά αυτό που πρέπει να προσέξουμε κυρίως είναι να δούμε τι συνέβη στις χώρες υψηλού εισοδήματος, οι οποίες, προφανώς, μας δίνουν και τις περισσότερες ενδείξεις για την περίπτωση μας, και για το λόγο ότι η διαφορά με τη δυναμική των χωρών χαμηλού εισοδήματος είναι σημαντική. Ετσι λοιπόν, η υποτίμηση των νομισμάτων στις χώρες υψηλού εισοδήματος περιορίστηκε στο 32%. Για παράδειγμα, η ιταλική λίρα υποτιμήθηκε το 1993 κατά 27,69% έναντι του δολαρίου [6].

Αλλά αυτό που μετράει περισσότερο είναι η διαφορετική αντίδραση του πληθωρισμού, ο λεγόμενος συντελεστής μετάδοσης (pass through rate) της ισοτιμίας στον πληθωρισμό, όπως αναφέρεται στη διεθνή βιβλιογραφία. Ετσι,όπως  δείχνει η ιστορική εμπειρία, οι υποτιμήσεις ανεβάζουν αισθητά τον πληθωρισμό. Φτάνει να δούμε ότι το έτος της νομισματικής κρίσης καταγράφηκε συνολικά  ένας διαφορικός πληθωρισμός περίπου 58% σε σχέση με τις ΗΠΑ (βλέπε και πάλι Πίνακα 1), και μέσα σε δύο μόλις χρόνια ο διαφορικός πληθωρισμός εκτινάχθηκε γύρω στο 450%, και έτσι χάθηκε το 80 % του κέρδους από την υποτίμηση του νομίσματος. Ακόμα και σ’ αυτή τη περίπτωση, όμως, υπάρχει μια σημαντική διαφορά μεταξύ της εμπειρίας των χωρών υψηλού εισοδήματος και τις χώρες χαμηλού εισοδήματος.

 Ετσι, στις χώρες υψηλού εισοδήματος ο διαφορικός πληθωρισμός είναι 6% το πρώτο έτος και φτάνει στο 16% μετά από τρία χρόνια. Συνεπώς επιβεβαιώνεται ότι οι υποτιμήσεις προκαλούν σημαντικές πληθωριστικές πιέσεις, οι οποίες, όμως, είναι πιο υποτονικές σε χώρες υψηλού εισοδήματος, αφού μέσα σε δύο χρόνια από την κρίση, ο πληθωρισμός εξαϋλώνει τα κέρδη από την υποτίμηση, σε βαθμό σχεδόν 50%.

Αλλά είναι αδύνατο να μπουν αυστηροί κανόνες. Ετσι, αναλύοντας ειδικές περιπτώσεις χωρών υψηλού εισοδήματος, βλέπουμε ότι οι περιπτωσιολογικές μελέτες είναι ετερογενείς. Σε κάποιες περιπτώσεις, παρά την μεγαλύτερη υποτίμηση, πάνω από 25% έναντι του αμερικανικού δολαρίου, δεν καταγράφηκε σημαντική διαφορά στον πληθωρισμό έναντι των ΗΠΑ (Φινλανδία, Κορέα, Σουηδία),ενώ  σε άλλες περιπτώσεις, η αναθέρμανση του πληθωρισμού ήταν μικρή (όπως της Ιταλίας το 1993 όπου, μετά από τρία χρόνια, ο σωρευτικός διαφορικός πληθωρισμός περιορίστηκε στο 5,7%) και σε άλλες, είναι αρκετά υψηλή (Αυστραλία, Ισπανία και ιδιαίτερα η μικρή Ισλανδία, μοναδική μεταξύ των χωρών υψηλού εισοδήματος, όπου μετά από τρία χρόνια, ο διαφορικός πληθωρισμός υπερβαίνει το επίπεδο της υποτίμησης) [7].

Πίνακας 1
Υποτιμήσεις και διαφορικός πληθωρισμός στις 28 περιπτώσεις νομισματικών κρίσεων (έτη 1980-2013)
Πηγή: Η επεξεργασία των στοιχείων της Παγκόσμιας Τράπεζας έγινε από εμάς

3. Το εμπορικό ισοζύγιο βελτιώνεται
Θα πρέπει επομένως να αναμένουμε ότι μια αρχική θετική επίδραση της εξόδου από το ευρώ θα αφορά τη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου, που συνδέεται με την αύξηση των εξαγωγών και την πτωτική τάση των εισαγωγών.

Για μια πιο σαφή εικόνα, επανερχόμαστε με την ιστορική μελέτη σειράς περιπτώσεων (case study ) και επιχειρούμε μια σύγκριση μεταξύ του μέσου όρου του εμπορικού ισοζυγίου (εξαγωγές μείον εισαγωγές) ως προς το ΑΕΠ στα δύο και τα τρία χρόνια , πριν και μετά τη νομισματική κρίση. Στην πραγματικότητα, όπως φαίνεται στον Πίνακα 2, οι χώρες χαμηλού εισοδήματος δεν έχουν ωφεληθεί πολύ από τις υποτιμήσεις, δεδομένου ότι οι διαφορές στο εμπορικό ισοζύγιο κατά μέσο όρο κινούνται σε πολύ χαμηλά επίπεδα.

Εντελώς διαφορετικό είναι το συμπέρασμα εξετάζοντας τις χώρες υψηλού εισοδήματος, όπου προφανώς οι νομισματικές κρίσεις έχουν την τάση να μην έχουν τις καταστροφικές συνέπειες (και σε θεσμικά και πολιτικά πλαίσια) που είχαν οι χώρες με χαμηλό εισόδημα. Στις  χώρες υψηλού εισοδήματος, το εμπορικό ισοζύγιο βελτιώνεται αισθητά, κατά μέσο όρο, πάνω από τρεις μονάδες του ΑΕΠ, με χρόνο αναφοράς τα δύο και τα τρία χρόνια. [8] Με μία εξαίρεση (Αυστραλία, 1985), όπου το εμπορικό ισοζύγιο βελτιώθηκε την επομένη της υποτίμησης.

Πίνακας 2
Εμπορικό ισοζύγιο - Μέσες τιμές ως προς το ΑΕΠ τα δύο και τρία έτη πριν και μετά την κρίση (έτη 1980-2013)

Πηγή: Η επεξεργασία στοιχείων της Ameco-της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Παγκόσμιας Τράπεζας, από εμάς

 
4. Οι εξαγωγές ωθούν την ανάπτυξη, αλλά όχι πάντα
Οι βελτιώσεις στο εμπορικό ισοζύγιο μετά την έξοδο από το ευρώ θα έχουν θετικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη. Αυτό τουλάχιστον δείχνει η ιστορική  ανάλυση, αν συγκριθεί το μέσο ποσοστό αύξησης των δύο και των τριών ετών πριν από την κρίση με το μέσο ποσοστό αύξησης των δύο και τριών ετών μετά την έναρξή της.

Για το σύνολο των 28 ιστορικών περιπτώσεων που εξετάσαμε, τα συμπεράσματα δεν ήταν θετικά. Ωστόσο, διαχωρίζοντας τις χώρες υψηλού εισοδήματος  από τις χώρες χαμηλού εισοδήματος, για άλλη μια φορά βλέπουμε ότι οι επιπτώσεις είναι πολύ διαφορετικές  (Πίνακας 3). Ετσι, αντίθετα με όσα συμβαίνουν στις χώρες χαμηλού εισοδήματος, στις χώρες υψηλού εισοδήματος, το μέσο ποσοστό ανάπτυξης αυξάνεται αισθητά, από 1,2% τα δύο χρόνια πριν την υποτίμηση στο 2,2% δύο χρόνια μετά την υποτίμηση. Μια επιτάχυνση της ανάπτυξης ακόμη πιο αισθητή παρατηρείται τρία χρόνια πριν και τρία χρόνια μετά, όπου η ανάπτυξη κατά μέσο όρο από το 1,4% περνάει στο 3,2%. 

Συνολικά, επομένως , οι χώρες υψηλού εισοδήματος, ωθούμενες από το εμπορικό ισοζύγιο (το οποίο όμως δεν βελτιώνεται στις χώρες με χαμηλό εισόδημα), αυξάνουν σημαντικά τους ρυθμούς ανάπτυξης τους. Πάντως, η ιστορική εμπειρία μας υποχρεώνει να είμαστε συνετοί στις εκτιμήσεις μας. Βέβαια, θα πρέπει να σημειωθεί ότι όχι όλες οι χώρες υψηλού εισοδήματος κατέγραψαν αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης. Μεταξύ αυτών και η Ιταλία, αν και είχε κέρδος μετά την υποτίμηση μία αύξηση του εμπορικού ισοζύγιου πάνω από τρεις μονάδες του ΑΕΠ.

Πίνακας 3
Ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ - μέσες τιμές δύο και τρία χρόνια πριν και μετά την κρίση (1980-2013)
Πηγή: Ameco - Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Παγκόσμια Τράπεζα
 
 

5. Η απασχόληση δεν αυξάνεται
Με τέτοιες ενδείξεις ως ένα βαθμό θετικές για την ανταγωνιστικότητα, το εμπορικό ισοζύγιο και την ανάπτυξη, οι επιπτώσεις στην απασχόληση δεν είναι καθησυχαστικές.
 
Από το σύνολο των 28 ιστορικών περιπτώσεων που εξετάσαμε, παρατηρούμε ότι μετά την νομισματική κρίση, το ποσοστό ανεργίας συρρικνώνεται σταδιακά, μειούμενο κατά μέσο όρο μία μονάδα  μέσα σε τρία χρόνια από το ξέσπασμα της νομισματικής κρίσης (Πίνακας 4). Ωστόσο, η πτώση της ανεργίας αφορά κατά μέσο όρο μόνο τις χώρες με χαμηλό εισόδημα, ενώ στις  χώρες υψηλού εισοδήματος, το ποσοστό ανεργίας είναι απόλυτα σταθερό. Ακόμη και σε χώρες, όπως η Ιταλία, το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε αισθητά. Είναι σαφές  λοιπόν ότι στις χώρες υψηλού εισοδήματος ιστορικά η ανάπτυξη μετά από τις νομισματικές κρίσεις διασφαλίστηκε από ένα πιο εντατικό  βαθμό αξιοποίησης του βιομηχανικού κεφαλαίου και της εργασίας. Ωστόσο, ακόμη και ως προς αυτό , παρατηρούμε ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών υψηλού εισοδήματος, κάτι που δείχνει ότι οι διάφορες ρυθμίσεις στις αγορές εργασίας (θεσμικές και κανονιστικές) και οι οικονομικές πολιτικές επηρέασαν αισθητά  την απασχόληση.

Πίνακας 4
Η ανεργία μετά την νομισματική κρίση - το ποσοστό ανεργίας μετά την κρίση (έτη 1980-2013)
Πηγή: Ameco - Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Παγκόσμια Τράπεζα, ECLAC CepalStat
  

 
6. Ο κίνδυνος αποπληθωρισμού των αποδοχών
Για να κατανοήσουμε τι θα μπορούσε να μπλοκάρει την ανάκαμψη της απασχόλησης στον απόηχο της εξόδου από το ευρώ, παρά την τάση βελτίωσης του εμπορικού ισοζυγίου, πρέπει να δούμε τι θα μπορούσε να συμβεί στο μέτωπο των μισθών.
Eδώ είναι και το πιο ανησυχητικό, που προκύπτει από την ανάλυση αυτή. Η ιστορική εμπειρία μας δείχνει ξεκάθαρα ότι οι επιπτώσεις των νομισματικών κρίσεων στους μισθούς μπορεί να είναι ιδιαίτερα σοβαρές. Για την επαλήθευση αυτών των ευρημάτων, παίρνουμε υπόψη  και τους  πραγματικούς ή συμβατικούς ή καταβαλλόμενους μισθούς (δηλαδή, την αγοραστική δύναμη των μέσων ονοματικών μισθών των εργαζομένων) αλλά και το μερίδιο συμμετοχής των μισθών στο ΑΕΠ (wage share), που δείχνει τι ποσοστό του ΑΕΠ πηγαίνει στο εισόδημα από εργασία.

 Όπως φαίνετε  στον Πίνακα 5, τα τρία πρώτα χρόνια μετά την υποτίμηση στις 28 περιπτώσεις, καταγράφεται  μια δραματική πτώση των πραγματικών μισθών και του μεριδίου των μισθών στο ΑΕΠ, που φαίνεται πως είναι βασικά το αποτέλεσμα των πληθωριστικών διεργασιών που καταλήγουν στην αναδιανομή των μισθών στα κέρδη και τα εισοδήματα. Φυσικά για άλλη μια φορά, είναι σκόπιμο να διαχωριστεί η περίπτωση των χωρών υψηλού εισοδήματος από τις άλλες.
Όμως, οι συνέπειες είναι δυσμενείς ακόμα και αν λάβουμε υπόψη μόνο τις χώρες με υψηλό εισόδημα  όπου- εξαιρώντας από την ανάλυση τη μικρή Ισλανδία (όπου καταγράφηκε μια σημαντική αύξηση των πραγματικών μισθών) - παρατηρούμε ότι οι πραγματικοί μισθοί μετά από τρία χρόνια εξακολουθούν να είναι χαμηλότεροι από το ύψος που καταγράφηκε το έτος της νομισματικής κρίσης. Ειδικά στις χώρες υψηλού εισοδήματος το μερίδιο των μισθών μειώνεται κατά 7,8% μέσα σε μόλις τρία χρόνια, με αιφνίδιες και μαζικές αναδιανεμητικές επιπτώσεις σε βάρος των εργαζομένων. Είναι εύκολο να συμπεράνουμε ότι η πτώση των μισθών συνέβαλε στο να διατηρηθεί χαμηλά η ζήτηση για εγχώρια καταναλωτικά αγαθά, σε βάρος των πιο παραδοσιακών τομέων, και αυτό έκαμψε αισθητά την ανάκαμψη της απασχόλησης.

Από αυτή την άποψη ίσως έχει κάποια αξία να θυμηθούμε την περίπτωση της Ιταλίας. Όπως είναι γνωστό, μετά την νομισματική κρίση του 1993 άρχισαν να εφαρμόζονται περιοριστικές πολιτικές μισθών. Αυτό προφανώς περιόρισε τις πληθωριστικές πιέσεις, και έδωσε τη δυνατότητα στις εξαγωγές να συνεχίσουν να αυξάνονται, αλλά επέφερε μια μείωση των μισθών μετά από τρία χρόνια πάνω από 4% και πτώση του μεριδίου των μισθών που άγγιξε το 9%. Πράγμα που εξηγεί την πτώση της εγχώριας ζήτησης και την έλλειψη ανάπτυξης της χώρας μας αυτά τα χρόνια, πέρα από την αύξηση της ανεργίας.

 Με άλλα λόγια, με βάση τα στοιχεία αναφορικά με την ανάπτυξη, το εμπορικό ισοζύγιο και τη μείωση των πραγματικών μισθών, γίνεται σαφές ότι η αύξηση της εξωτερικής ζήτησης στην Ιταλία αντισταθμίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τη στασιμότητα της εσωτερικής ζήτησης με μηδενική επίδραση στην ανάπτυξη. Αυτές ήταν οι συνολικές επιπτώσεις των τότε πολιτικών συγκράτησης των μισθών.

Πίνακας 5
Πραγματικοί μισθοί και μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ - Συσσωρευμένες τιμές τα τρία χρόνια μετά την νομισματική κρίση (1984-2013) 


Πηγή: υπολογισμοί των συγγραφέων με βάση στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας


7.Συμπερασματικά: η έξοδος από το ευρώ δεν είναι πανάκεια

Η κρίση στην ευρωζώνη θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία ή πολλαπλές αποχωρήσεις, μεμονωμένα ή συντονισμένα, μικρών ή μεγάλων χωρών, και να οδηγήσει ή μη σε νέες συμφωνίες ισοτιμιών. Φυσικά, δεν υπάρχει καμία οικονομική θεωρία ή ιστορική εμπειρία, που να ρίχνει φως με βεβαιότητα σε κάθε πιθανό σενάριο που οι διαφορετικοί συνδυασμοί αυτών των επιλογών προσδιορίζουν. Την ίδια στιγμή, η ιστορική εμπειρία μας λέει ότι η εγκατάλειψη της ευρωζώνης από μια χώρα της περιφέρειας θα μπορούσε να είναι μια ευκαιρία επιστροφής στην ανάπτυξη. Αλλά η έξοδος από το ευρώ δεν είναι πανάκεια.

Είναι βέβαιο ότι η έξοδος από το ευρώ θα μπορούσε να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της εν λόγω χώρας ιδιαίτερα μεσο- βραχυπρόθεσμα .Στη συνέχεια όμως λίγο λίγο  ο πληθωρισμός  «τρώει» τα όποια ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα από την ισοτιμία. Ταυτόχρονα, η βελτίωση του εμπορικού ισοζύγιου θα πρέπει να προωθεί την ανάπτυξη, αλλά είναι πιο δύσκολο να αυξήσει την απασχόληση. Πολλά θα εξαρτηθούν από την οργάνωση της αγοράς εργασίας, τις πολιτικές μισθών, και γενικότερα τις ασκούμενες οικονομικές πολιτικές

Αν οι μισθοί ως ένα βαθμό προστατεύονται από τον πληθωρισμό, τότε, η εγχώρια ζήτηση μπορεί να μη χάσει πολλά και τότε αυτό θα βοηθούσε την ανάπτυξη και την απασχόληση. Όταν, όμως, οι μισθοί δεν προστατεύονται, τότε η οικονομία θα στηρίζεται περισσότερο στις εξαγωγές, και η εγχώρια αγορά μπορεί να επηρεαστεί δραματικά, όπως και η απασχόληση που εξαρτάται ιδιαίτερα από τους παραδοσιακούς τομείς που καλύπτουν την εγχώρια ζήτηση. Στην περίπτωση αυτή, η αύξηση των εξαγωγών θα αυξήσει περισσότερο τα κέρδη, αλλά με κίνδυνο να μην ανέβουν  τα επίπεδα απασχόλησης. Παράλληλα, μια υποτίμηση που θα συνοδεύετε από πολιτικές στήριξης των μισθών και πολιτικές στήριξης της βιομηχανίας θα μπορούσαν να στηρίξουν την εγχώρια ζήτηση και να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για μια διαρθρωτική αύξηση της ανταγωνιστικότητας.

Με λίγα λόγια, αν δεν υπάρξει μια επιθυμητή στροφή των ευρωπαϊκών πολιτικών προς επεκτατική και αναδιανεμητική κατεύθυνση, με εγκατάλειψη της λιτότητας, η έξοδος από το ευρώ θα μπορούσε να επιλεγεί ως λύση από ορισμένες χώρες στο άμεσο μέλλον. Και αυτό θα μπορούσε να αναζωογονήσει την οικονομία τους.

 Αλλά δεν φτάνει η επιστροφή στη νομισματική κυριαρχία και οι αλλαγές στις ισοτιμίες για να σταματήσουν να υπάρχουν, ως δια μαγείας, τα προβλήματα που έχουν να κάνουν με τις ανεπάρκειες του παραγωγικού μηχανισμού ή την υποβάθμιση υλικών και άυλων υποδομών. Το πιο σημαντικό δίδαγμα  που μπορούμε να βγάλουμε από την εμπειρία του παρελθόντος είναι ότι τα αποτελέσματα με όρους ανάπτυξης, διανομής και απασχόλησης εξαρτώνται από τους όρους παραμονής στο ευρώ και, πιο πολύ και από την εγκατάλειψη του παλιού συστήματος ισοτιμιών αυτό καθεαυτό, από την ποιότητα των οικονομικών πολιτικών που θα εφαρμόζονται αφού αποκτήσουμε  και πάλι την κυριότητα των εργαλείων νομισματικής και δημοσιονομικής  πολιτικής.


 [1] Παραπέμπουμε όποιον έχει αμφιβολίες στο πρόσφατο άρθρο μας με τίτλο «Ευρωκρίση,  η αντίστροφη μέτρηση δεν έχει σταματήσει», new.economiaepolitica.it , 2 Δεκεμβρίου 2014.

 [2] Αυτή είναι και η προειδοποίηση  των «ανησυχούντων οικονομολόγων», που δημοσιεύθηκε το 2013 στους Financial Times.

 [3] Αναπτύσσουμε με αυτή την έννοια, την θεωρητική προσέγγιση που προτείνουν οι Emiliano Brancaccio και Nadia  Garbellini στο «Έξοδος από το ευρώ ή όχι, οι επιπτώσεις στους μισθούς», new.economiaepolitica.it, 19η Μαΐου 2014, και εμβάθυναν οι δύο συγγραφείς στο «Μισθολογικές και αναδιανεμητικές επιπτώσεις  της κρίσης των καθεστώτων ισοτιμιών », Επιθεώρηση Πολιτικής Οικονομίας, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2014 και «Currency regime crises, real wages, functional income distribution and production» (Κρίσεις καθεστώτος ισοτιμιών, πραγματικοί μισθοί, λειτουργική κατανομή εισοδήματος και παραγωγής», European Journal of Economics

 [4] Αυτό είναι το όριο το οποίο αναφέρεται γενικά στη βιβλιογραφία.

 [5] Η αναφορά στην ταξινόμηση των καθεστώτων συναλλαγματικών ισοτιμιών που επεξεργάζεται το ΔΝΤ.

 [6] Αντίθετα, οι χώρες με χαμηλό εισόδημα έχουν βιώσει υποτιμήσεις πάνω από 700%, μια τιμή, που όμως πέφτει περίπου στο 150% αν αποκλειστεί από την ανάλυση η υπερ-υποτίμηση του Σουρινάμ το 1994.

[7] Έχει ενδιαφέρον να δούμε ότι, σε χώρες υψηλού εισοδήματος πέντε χρόνια μετά την νομισματική κρίση, η διαφορά πληθωρισμού «τρώει» κατά μέσο όρο το 78% των κερδών από την υποτίμηση.

 [8] Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουμε αν υπολογίσουμε  το μέσο όρο της διαφοράς των καθαρών εξαγωγών ως προς το ΑΕΠ πέντε χρόνια πριν τη νομισματική κρίση και πέντε χρόνια μετά την κρίση. Αυτό δείχνει ότι στις χώρες υψηλού εισοδήματος οι θετικές επιπτώσεις από την υποτίμηση έχουν την τάση να αντέχουν και σε μεσοπρόθεσμη βάση.