Δύο δημοψηφίσματα πολύ διαφορετικά





του Marco Santopadre

Σε λίγες μέρες θα έχουμε δύο εκλογικά ραντεβού για παρόμοια εκ πρώτης όψεως ζητήματα, αλλά στην πραγματικότητα με τελείως διαφορετικό πρόσημο. Τον Οκτώβριο υποτίθεται ότι θα διεξαχθεί στην Καταλονία (το υποθετικό ύφος  είναι υποχρεωτικό) δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της από το ισπανικό κράτος, και στις 22 Οκτωβρίου σε Λομβαρδία και Βένετο θα ψηφίσουν για μεγαλύτερη αυτονομία από την κεντρική ιταλική κυβέρνηση.
Όπως είπαμε ήδη, με μια επιφανειακή ματιά οι δύο διαβουλεύσεις  μπορεί να φαίνονται ίδιες, αλλά οι
μεταξύ τους διαφορές  είναι σημαντικές.

Τα δημοψηφίσματα σε Λομβαρδία και Βένετο προωθούνται και υποστηρίζονται από την πλειοψηφία των κομμάτων, από τη Λέγκα του Βορά μέχρι το Δημοκρατικό Κόμμα, και προσπαθούν να επιτύχουν μεγαλύτερη αυτονομία, ιδίως στον δημοσιονομικό τομέα, για τις δύο περιοχές της βόρειας Ιταλίας. Πρόκειται λοιπόν για τη συνέχιση και εμβάθυνση των πολιτικών, οι  οποίες την τελευταία δεκαετία εφαρμοστήκαν αρχικά από κεντροαριστερές κυβερνήσεις και στη συνέχεια από κέντρο-δεξιές , οι οποίες και εισήγαγαν το λεγόμενο «φεντεραλισμό». 

Οι συνέπειες είναι εμφανείς σε όλους: οι φόροι και τα υψηλά τοπικά τέλη έχουν αυξηθεί σημαντικά, καθώς το κράτος παραχωρεί λίγο-λίγο  αρμοδιότητες σε τοπικούς φορείς  οι οποίοι με τη σειρά τους  χωρίς κρατική χρηματοδότηση αναγκάζονται να αυξήσουν τους φόρους και να  περικόψουν ή να αναθέσουν σε ιδιώτες σημαντικές υπηρεσίες. Με αποτέλεσμα σήμερα οι πολίτες, οι εργαζόμενοι, οι συνταξιούχοι να πληρώνουν πολύ ακριβότερα από πριν υπηρεσίες χειρότερης ποιότητας. Σε επίπεδο αυτοδιοίκησης, δηλαδή, δυνατότητας των τοπικών κοινωνιών να συμμετέχουν περισσότερο στις πολιτικές και τοπικές αποφάσεις, τίποτα δεν έχει αλλάξει, το αντίθετο μάλιστα.

Στην πραγματικότητα, τα δημοψηφίσματα στη Λομβαρδία και Βένετο στις 22 Οκτωβρίου, με πρωτοβουλία των δύο κυβερνητών  Maroni  και Zaia, εντάσσονται  στον οπισθοδρομικό επανασχεδιασμό του θεσμικού και συνταγματικού πλαισίου  που διευκολύνει μια μεγαλύτερη ενσωμάτωση του βόρειου τμήματος της χώρας στην παραγωγική, οικονομική και πολιτική  δομή  της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 Στις δύο περιοχές, βρίσκεται  το 22% των επιχειρήσεων που αντιπροσωπεύουν το 80% της προστιθέμενης αξίας και των εξαγωγών της χώρας. Πρόκειται για δύο περιοχές  τις οποίες οι Βρυξέλλες, το Παρίσι και το Βερολίνο ενδιαφέρονται να τις ενσωματώσουν και να τις εντάξουν στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ η υπόλοιπη χώρα γίνεται όλο και λιγότερο ελκυστική, λιγότερο συμφέρουσα.

Πρόκειται, βέβαια, για δημοψηφίσματα συμβουλευτικού χαρακτήρα  για τα οποίο δεν αναμένεται να υπάρξει  απαρτία, και οι επιπτώσεις  μάλλον θα είναι μηδαμινές. Πρακτικά, έχουμε να κάνουμε με ένα είδος megaspot  (τεράστιο διαφημιστικο μήνυμα)υπέρ των δύο κυβερνητών και των  αντίστοιχων πλειοψηφιών, αν και τα δημοψηφίσματα έχουν την υποστήριξη του Δημοκρατικού Κόμματος και τις παραφυάδες του.

 Φυσικά, σε περίπτωση νίκης του Ναι  και μεγάλη  συμμετοχή στα δημοψηφίσματα, οι  υποστηρικτές  τους και οι χορηγοί τους - τα μικρομεσαία αφεντικά, οι  τοπικοί οικονομικοί κύκλοι που συνδέονται με ισχυρούς ευρωπαϊκούς κύκλους - θα μπορούν να απαιτούν περισσότερα από την κυβέρνηση και να κερδίσουν περισσότερα προνόμια . Για παράδειγμα, να συνάπτουν «αυτόνομες» συμφωνίες με τη γερμανική επιχειρηματική κοινότητα, να παίρνουν ειδική χρηματοδότηση για τη βελτίωση των υποδομών, φορολογικές ελαφρύνσεις ή κίνητρα σε εταιρείες ή  σε τοπικούς οργανισμούς.

Τα θετικά για τους ανθρώπους των δύο περιοχών θα είναι ασήμαντη. Αντίθετα, μετά την εισαγωγή του λεγόμενου «δημοσιονομικού φεντεραλισμού», οι διαδικασίες συγκέντρωσης της εξουσίας και του πλούτου στα χέρια όλο και λιγότερων και ολιγαρχικού τύπου θα επιταχυνθούν ακόμα περισσότερο.

Ενώ τα δύο δημοψηφίσματα στη Λομβαρδία και Βένετο λειτουργούν καθαρά υπέρ των συμφερόντων των τοπικών αφεντικών και του μηχανισμού ιεραρχικοποίησης του ευρωπαϊκού χώρου που τον διαχειρίζεται πολλές φορές απερίσκεπτα μια όλο και πιο υπερεθνική ευρωπαϊκή αστική τάξη, το καταλανικό δημοψήφισμα τον Οκτώβριο έχει πολύ πιο ενδιαφέρουσες επιπτώσεις και ρήξεις.
 
Το αίτημα της Καταλονίας  για ανεξαρτησία έχει μια μακραίωνη ιστορία και είναι σε αντίθεση με την κατασκευή  του ισπανικού έθνους, σε μια αυταρχική και σοβινιστική βάση, το οποίο  κατέφυγε στη δικτατορία δύο φορές στον εικοστό αιώνα (πρώτα με τον Μιγκέλ Πρίμο ντε Ριβέρα  από το 1923-1930 και στη συνέχεια με τον Φρανσίσκο Φράνκο από το 1936 έως το στα τέλη της δεκαετίας του 1970). Οι ισπανικές άρχουσες τάξεις επέλεξαν τον τρόμο όχι μόνο για να καταστείλουν τα κινήματα των εργαζομένων και τις επαναστατικές εξεγέρσεις, αλλά και για να συντρίψουν τα αυτονομιστικά αιτήματα των Βάσκων, των Καταλανών και των άλλων εθνοτήτων τα οποία και ενσωμάτωσαν με τη βία σε ένα αυταρχικό και φεουδαρχικό κράτος.

Μετά το θάνατο του Φράνκο, στο εσωτερικό  του καθεστώτος κυριάρχησε η πιο εκσυγχρονιστική  και φιλελεύθερη πτέρυγα στα οικονομικά (αλλά όχι λιγότερο φασιστική) που ήθελε να εντάξει την Ισπανία στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και το ΝΑΤΟ. Έτσι, το καθεστώς δεν  αντιμετώπισε κλυδωνισμούς, αλλά απλά αυτόμεταρρυθμίστηκε, βάζοντας τα ρούχα του αλλιώς προκειμένου να συνεχίσει να εγγυάται, με νέες μορφές τώρα, την οικονομική και πολιτική κυριαρχία της ολιγαρχίας, τη βάση του δικτατορικού καθεστώτος.

Ενώ το Κίνημα Απελευθέρωσης των Βάσκων  από επαναστατικές σοσιαλιστικές θέσεις, απέρριψε  και αμφισβήτησε επί ένα μεγάλο χρονικό διάστημα  μια αυτομεταρρύθμιση του καθεστώτος η οποία όμως, έγινε αποδεκτή από τα αντιπολιτευόμενα κόμματα της αριστεράς, το καταλανικό εθνικιστικό κίνημα ενσωματώθηκε χωρίς ιδιαίτερες δονήσεις μέσα στο λεγόμενο «κράτος των αυτονομιών». Η καταλανική αστική τάξη,πλήρως ενσωματωμένη σε κρατικό και διεθνές επίπεδο, κατάφερε να διαχειριστεί την πολιτική και οικονομική εξουσία σε τοπικό επίπεδο σχεδόν αδιάλειπτα από τις αρχές της δεκαετίας του '80.

Τα περιφεριακά και αυτονομιστικά κόμματα  της Καταλονίας - κυρίως  το κόμμα της Δημοκρατικής Σύγκλισης  της Καταλονίας, Convergència Democràtica de Catalunya  - έχουν προ πολλού υποβαθμίσει το αίτημα της αυτονομίας σε συμβολικό και μόνο επίπεδο, προκειμένου να αυξήσουν τη δική τους εξουσία και τη δική τους επηροή σε τοπικό επίπεδο με αντάλλαγμα τη στήριξη στις κεντρικές κυβερνήσεις οι οποίες σχηματίζονται εναλλάξ από τα δύο ισπανικά εθνικιστικά κόμματα, το Λαϊκό Κόμμα και το ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό κόμμα (sic!) , αλλά αυτή η ισορροπία ακυρώθηκε στην αρχή αυτής της δεκαετίας. 

Η αυταρχική και φιλελεύθερη διαχείριση της οικονομικής κρίσης από τις ισπανικές κυβερνήσεις – καθ’ υπαγόρευση της ΕΕ - και σε περιφερειακό επίπεδο είχε ως αποτέλεσμα την πολιτικοποίηση δεκάδων, αν όχι εκατοντάδων χιλιάδων Καταλανών οι οποίοι απείχαν από την αντιπαράθεση μεταξύ του στρατοπέδου της αυτονομίας και του εθνικισμού (ισπανικού) και τους κοινωνικούς αγώνες . Σε αντίδραση για τις μαζικές απολύσεις, τη χιονοστιβάδα των εξώσεων με τη χρήση της κρατικής βίας και τις περικοπές σε μισθούς και κράτος πρόνοιας οι πλατείες γέμισαν.
 Απεργίες, διαδηλώσεις, πικετοφορίες και συνελεύσεις ταρακούνησαν την Καταλονία. Εν τω μεταξύ μια πρώτη δειλή προσπάθεια μεταρρύθμισης  του Καταστατικού της Αυτονομίας το 1979, μετά την αυτομεταρρύθμιση του καθεστώτος Φράνκο, που προώθησαν οι αυτονομιστές και ορισμένες φεντεραλιστικές δυνάμεις της κεντροαριστεράς, συνάντησε  μια δυσανάλογη και βίαιη αντίδραση από το κράτος και τους θεσμούς του.

 Ένα κείμενο ήδη κουτσουρεμένο  σε μεγάλο βαθμό από τους ίδιους τους  καταλανούς που το πρότειναν  πετσοκόπηκε ακόμα περισσότερο από τους κρατικούς θεσμούς, αποδεικνύοντας έτσι την αδυναμία διαπραγμάτευσης μιας σταδιακής βελτίωσης της αυτονομία της Βαρκελώνης.

Η σύγκλιση των δύο διεργασιών - αντίδραση στη λιτότητα και αγώνας για μεγαλύτερη αυτονομία - σε συνδυασμό με την αυξανόμενη κοινωνική και πολιτική κινητοποίηση ενάντια στο κράτος και τον κατασταλτικό μηχανισμό του, καθώς και την καταπολέμηση της διαφθοράς και τον αυταρχισμό της περιφερειακής κυβέρνησης, έχει προκαλέσει μια ρήξη ιστορικής φύσης, στην Καταλανονία, με την αποδυνάμωση της ηγεμονίας του  κόμματος ' Convergència Democràtica de Catalunya – το οποίο εν τω μεταξύ μετατονομάστηκε σε Partit Democrata Europeu Català - και την ενίσχυση ενός πολύχρωμου αυτονομιστικού μετώπου που στηρίζεται στη μόνιμη κινητοποίηση αυτονομιστικών ενώσεων και τη σημαντική εκλογική παρουσία των διαφόρων δυνάμεων της αριστεράς, συμπεριλαμβανομένης της Λαϊκής Ενότητας  (Cup,Υποψηφιότητα  Λαϊκής¨Ενότητας), αντι-καπιταλιστικών και αυτονομιστικών δυνάμεων.

 Η κινητοποίηση αριστεράς και αυτονομιστών έχει επηρεάσει τα περιφερειακά κόμματα της Καταλονίας αναγκάζοντάς τα να αγκαλιάσουν εθνικιστικά αιτήματα, που οδήγησαν  στο σχηματισμό μιας κυβέρνησης της οποίας δηλωμένος στόχος είναι να οδηγήσει την  Καταλονία στην αυτοδιάθεση μέσω μιας διαδικασίας  πολιτικής και θεσμικής « αποσύνδεσης»  από τη Μαδρίτη και τους μηχανισμούς της. Η στιγμή της επίσημης ρήξης θα είναι το δημοψήφισμα που πρόκειται να συγκαλέσει το κοινοβούλιο της Καταλονίας για την πρώτη Οκτωβρίου.

Αν το  δημοψήφισμα διεξαχθεί  πραγματικά και επίσημα – όπως για παράδειγμα  στη Σκωτία και το Κεμπέκ - μένει να το δούμε: τα ισπανικά εθνικιστικά κόμματα και ο κρατικός μηχανισμός δεν έχουν καμία διάθεση  να επιτρέψουν τη γιορτή της λαϊκής ψήφου , δεν αναγνωρίζουν  στους Καταλανούς την άσκηση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης και διεξάγουν ένα μποϊκοτάζ που θα μπορούσε να οδηγήσει στη επέμβαση των δυνάμεων ασφαλείας κατά των  υποστηρικτών του δημοψηφίσματος, στην αναστολή του καταστατικού αυτονομίας της Καταλονίας και στον αποκλεισμό των αυτονομιστών από τα θεσμικά όργανα  και τις δημόσιες υπηρεσίες, για να μην αναφέρουμε τους εκβιασμούς στο οικονομικό πεδίο. 

Αλλά αντιθέσεις υπάρχουν ακόμη και μέσα στο στρατόπεδο των Καταλανών: ο πρόεδρος της Ζενεραλιτάτ της Καταλονίας (της κυβέρνησης της Καταλονίας), Κάρλες Πουτζδεμόν, έχει ήδη χάσει σημαντικά τμήματα του πολιτικού κόμματος του και την υποστήριξη ορισμένων σημαντικών ηγετών του δικού του κόμματος . Μπροστά στην όξυνση της σύγκρουσης και όσο πλησιάζει η στιγμή της αλήθειας πολλοί από τους αυτονομιστές επιλέγουν να κάνουν ένα βήμα πίσω. Στο κάτω –κάτω ένα μέρος των κυρίαρχων τμημάτων της καταλανικής αστικής τάξης δεν αγκάλιασε ποτέ πλήρως το σύνθημα της απόσχισης  από τη Μαδρίτη και η επιλογή της  θα βασίζεται σ’ένα πραγματιστικό υπολογισμό κόστους / οφέλους.

Εάν η σύγκρουση με τη Μαδρίτη σκληρύνει πολύ, μεγάλα κομμάτια, ίσως και η πλειοψηφία, του  PDeCat (Partido Demócrata Europeo Catalán, Δημοκρατικό Ευρωπαϊκό Καταλανικό Κόμμα)  θα μπορούσε να αποσυρθεί, αναστέλλοντας ή αποδυναμώνοντας  την διαδικασία  «απόσχισης» με αντάλλαγμα, ίσως, περισσότερη δημοσιονομική και διοικητική αυτονομία που είναι και η ουσία των αυτονομιστικών αιτημάτων της καταλανικής μπουρζουαζίας.

Μια επιλογή αυτή, ωστόσο, που δεν θα είναι ούτε εύκολη ούτε ανώδυνη για το φιλελεύθερο-συντηρητικό κόμμα της Καταλονίας, το οποίο τότε θα έχει να αντιμετωπίσει την επίθεση των γνήσιων δυνάμεων υπέρ της ανεξαρτησίας και κυρίως τα κόμματα της καταλανικής αριστεράς , Erc  και Cup .

Στη Βαρκελώνη αυτές τις εβδομάδες παίζεται ένα πολύ ενδιαφέρον παιχνίδι, με αποτελέσματα που δεν είναι προβλέψιμα και θα υπάρξει μεγάλος αντίκτυπος όχι μόνο στις εσωτερικές ισορροπίες του ισπανικού κράτος, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

 Στην Καταλονία, στο μέτωπο της ανεξαρτησίας, συγκρούονται δύο διαφορετικές τάσεις: μια φιλοευρωπαϊκή, φιλελεύθερη, συντηρητική σε κοινωνικό επίπεδο που δεν αμφισβητεί  τις τρέχουσες διεθνείς συμμαχίες, και μία άλλη η οποία μαζί  με την ανεξαρτησία θέλει και την έξοδο από το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, τη ρήξη με τις φιλελεύθερες πολιτικές και μια μεγάλη ασυνέχεια με τις τρέχουσες πολιτικές και οικονομικές ισορροπίες.

Η αυταρχική ισπανική μοναρχία είναι δυνατό να χάσει ένα σημαντικό κομμάτι, και να γεννηθεί μια καταλανική Δημοκρατίας μέσα στην οποία τα προοδευτικά κοινωνικά  και πολιτικά κινήματα ή καθαρά ανταγωνιστικά θα μπορούν να παίξουν ένα σημαντικό ρόλο σε βαθμό που να αμφισβητήσουν την ηγεμονία της διαδικασίας οικοδόμησης του νέου κράτους,
από τις μετριοπαθείς δυνάμεις,  αλλάζοντας το συσχετισμό δυνάμεων, εισάγοντας στον πολιτικό διάλογο και στη διαδικασία αποφάσεων στοιχεία ρήξης με την υποταγή που επιβάλλει η διαδικασία κατασκευής του Ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού πόλου.

Το αποτέλεσμα αυτής της διαλεκτικής στάσης προφανώς κάθε άλλο παρά είναι δεδομένο, αλλά  ότι η ρήξη της Βαρκελώνης με τη Μαδρίτη ανοίγει χώρους για να ταξικές διεκδικήσεις,αυτό είναι αναμφισβήτητο.
 
Γι αυτό και το να εξομοιώνει κανείς τα δημοψηφίσματα της Λομβαρδίας και του Βένετο με το Καταλανικό, είναι σοβαρό λάθος από τις δυνάμεις που αναφέρονται στην πρόοδο και την αλλαγή.
 
[--->]




[…] Αν στην περίπτωση των αυτονομιστικών περιοχών της Βόρειας Ιταλίας το αίτημα της Λέγκας είναι το αποτέλεσμα της κινητοποίησης και της έκφρασης μιας και μόνο πολιτικής οικογένειας, στην περίπτωση της Καταλονίας η κινητοποίηση για την ανεξαρτησία της Καταλονίας τέμνει εγκάρσια και αντιπροσωπεύει την προσδοκία ενός ολόκληρου λαού.

Επιπλέον, αν στην περίπτωση της  Λομβαρδίας και του Βένετο οι τοπικές επιχειρηματικές τάξεις υποστηρίζουν τη διαδικασία αυτονόμησης που θα μπορούσε να ενισχύσει και να δώσει νέα ώθηση στο ρόλο τους στα πλαίσια μιας ευρωπαϊκής οικονομίας όλο και πιο συγκεντρωτικής, στη Καταλονία η μεγάλη και η μεσαία αστική τάξη τάσσονται ανοικτά εχθρικά κατά της αυτονομίας και στο δημοψήφισμα της 1ης Οκτωβρίου, το οποίο βλέπουν ως ένα εμπόδιο για την ένταξή τους στην ισπανική αστική τάξη που τους εξασφαλίζει δύναμη και διεθνή προβολή (π.χ. στις πρώην αποικίες της Λατινικής Αμερικής ).


Οι εμπρηστικές δηλώσεις του Συλλόγου Βιομηχανιών της Καταλονίας κατά της απόσχισης είναι με αυτήν την έννοια περισσότερο από σαφείς και αν δεν ληφθούν υπόψη θα πρόκειται για σοβαρό λάθος. Κανένας δεν μπορεί να μένει  αδιάφορος, όταν όλα σχεδόν τα καταλανικά συνδικάτα, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων με ισπανική παράδοση, είναι ενάντια στο κράτος, ή όταν χιλιάδες λιμενεργάτες στα λιμάνια της Βαρκελώνης και της Ταρραγόνας μποϊκοτάρουν τον κατασταλτικό μηχανισμό που εγκατέστησε η Μαδρίτη στην Καταλονία.
 

Βάζοντας μαζί το ρόλο της ανεξαρτησιακής αριστεράς στη διαδικασία εθνικής χειραφέτησης του καταλανικού λαού, τον εχθρικό ρόλο της καταλανικής αστικής τάξης στο αίτημα της ανεξαρτησίας, την μεγάλη παράδοση σε δημοκρατικούς και αντιφασιστικούς αγώνες της Βαρκελώνης, τα αντικειμενικά προβλήματα που η απόσχιση από τη Μαδρίτη θα μπορούσε να δημιουργήσει σε ένα κράτος αυταρχικό και διεφθαρμένο, για να μην αναφερθούμε στην αστάθεια που δημιουργείται στα στενά πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορούμε παρά να αξιολογήσουμε θετικά τις πιέσεις χειραφέτησης του καταλανικού λαού.

 Το να τάσσεται κανείς υπέρ του σημερινού στάτους κβο, υπερασπιζόμενος τη νομιμότητα - που είναι ο καρπός των σχέσεων εξουσίας που συχνά ελάχιστη σχέση έχει με τη δικαιοσύνη - θα ήταν ένα σοβαρό λάθος, κυρίως για τις δυνάμεις που επικαλούνται την αλλαγή και την κοινωνική πρόοδο. Η υπόθεση της Καταλονίας θα μπορούσε να είναι μια εξαιρετική ευκαιρία για την αριστερά και τους κομμουνιστές, να αντιμετωπίσουν με σοβαρότητα το ζήτημα του εθνικού ζητήματος, ξεκινώντας από τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης.

Τα εθνικά αιτήματα όχι μόνο εξακολουθούν να ισχύουν ακόμα,και ειδικότερα εντός των συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ιταλικού κράτους, αλλά λόγω της οικονομικής κρίσης και της απώλειας νομιμότητας των μηχανισμών τυπικής δημοκρατίας που ακυρώθηκαν από τον συγκεντρωτικό χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανακτούν την ορμή τους και γίνονται τρομερό εργαλείο κοινωνικής και πολιτικής κινητοποίησης. Το να κρύβει κανείς το  κεφάλι του στην άμμο ή να τάσσεται υπέρ  των κρατών και εναντίον των λαών δεν χρησιμεύει  σε τίποτε άλλο παρά να γίνεται η αριστερά ακόμη πιο περιττή και άχρηστη.
 

----------------------------------------------------------------------------------------------


 Μπούρδες= (παραπληροφόρηση)  γνωστού VIP  :

[...] Η αστική τάξη της Καταλονίας είναι δυνατή και σφόδρα φιλοευρωπαϊκή, και η περίπτωση έχει ομοιότητες με τις αποσχιστικές τάσεις στη Βόρεια Ιταλία (την… Παδανία που τη λένε οι ακροδεξιοί) αλλά και στη Φλαμανδία. Και στις τρεις περιοχές, στο αποσχιστικό κίνημα πρωτοστατούν συντηρητικές δυνάμεις, με βασικό έστω και υπόρρητο επιχείρημα «να μην πηγαίνουν οι φόροι μας στους τεμπέληδες (και μελαψούς) του νότου».